Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Απ’ τη Θράκη στην Αθήνα και από εκεί στη Δρόπολη: Η Μπαϊντούσκα που Έγινε Κατιούσκα

Οι Χοροί που Ταξίδεψαν και τα Νερά που Τραγούδησαν

   Η Μπαϊντούσκα, είναι ο χορός που ταξίδεψε από την Θράκη στα στενά της Αθήνας και από εκεί στη Δρόπολη, έγινε ένας τόπος συνάντησης του παλιού Θρακιώτικου και νέου της Δρόπολης. 
    Ένα σύμβολο πως οι ρίζες δεν κόβονται, μόνο μεταλλάσσονται και χορεύονται στα μέτρα και στους ρυθμούς που αντέχει η ψυχή των νέων.

Λίγο ιστορία: 
   
    Στα χρόνια της μεγάλης ξενιτιάς, γύρω στο 1914 και το 1915, πολλοί νέοι από τα χωριά μας, γεμάτοι φτώχεια αλλά και όνειρα, πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς. Ήταν μια εποχή που τα σύνορα άλλαζαν και μια νέα ελπίδα για αλλαγή γεννιόταν. Η ελπίδα αυτή τούς ώθησε να φύγουν, με σκοπό να επιστρέψουν κάποτε, να αγοράσουν χωράφια και να χτίσουν σπίτια.
    Οι αγάδες, τρομοκρατημένοι από τις γεωπολιτικές μεταβολές και τη νέα εποχή που ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει πλήρως, έσπευδαν να πουλήσουν  σπίτια και χωράφια. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, αρκετοί από τους ξενιτεμένους μας, είτε είχαν βρεθεί στην Αθήνα είτε στην Κωνσταντινούπολη, γύρισαν με ένα καλό κομπόδεμα  και βρήκαν την ευκαιρία που περίμεναν: αγόρασαν γη και έχτισαν νέα σπίτια στον τόπο τους.
       Εκεί, στα σκοτεινά τους υπόγεια των φτωχικών συνοικιών, έπλεκαν τον ιστό μιας νέας ζωής.         Δούλευαν ασταμάτητα, σε παντοπωλεία ανάμεσα σε οικοδομές και εργοστάσια, σταύλους, χωράφια, και μικρά μαγαζιά, ακόμα και οικιακοί, μα μέσα στην καρδιά τους κρατούσαν έναν θησαυρό, την αγάπη και παράδοση του τόπου τους.

    Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν σαν μια μικρή Ελλάδα. Θράκη, Μακεδονία, Μάνη, Αιγαίο Ήπειρος, νησιά Ιονίου,  ενώνονταν σ’ ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων και ήχων. Τα καφενεία στα σωκάκια της Πλάκας,  στα στενά της Κουμουνδούρου, στου Ψυρρή, τα στενά της Νεάπολης, έγιναν ταπεινά στέκια γλεντζιέδων σηνάμα και  σχολεία χορού και μουσικής. Εκεί, οι νέοι της Δρόπολης γνώριζαν για πρώτη φορά νέους χορούς και τραγούδια, που τα μάθαιναν με ζήλο για να τα επιδείξουν στα χωριά τους, όταν θα γύριζαν.     Ήταν για αυτούς μια επίδειξη γνώσης και δεξιοτεχνίας, που αποκόμιζαν ως προκομμένοι ξενιτεμένοι.

    Σε αυτά τα στέκια ήρθαν σε επαφή και με τον χορό Μπαϊντούσκα. Έναν χορό ζωηρό, θρακιώτικης καταγωγής, που κυρίως μιλούσε με το σώμα, τα πόδια και τους ώμους. Τους έκανε εντύπωση και τον επέλεξαν ως τον καταλληλότερο χορό για να εμφανιστούν μπροστά στους χωριανούς, ως ξενιτεμένοι μιας άλλης κοινωνίας. Ήθελαν να τους θαυμάσουν. Προπάντων επειδή ο χορός απαιτούσε δεξιοτεχνία. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Κάθε φορά που επέστρεφαν για γάμους ή πανηγύρια, τον μετέφεραν σαν λάβαρο, ένα σημάδι της αστικής τους λεβεντιάς και της νέας τους ταυτότητας.

    Όμως, η Μπαϊντούσκα της Θράκης δεν ήταν ποτέ ίδια με την εκδοχή που μετέφεραν στη Δρόπολη. Οι παλιοί μουσικοί, σκαλισμένοι στα αργά, μελαγχολικά ζυγιά του Πωγωνίου, δεν μπορούσαν να πιάσουν το ζωντανό πνεύμα του χορού. Τα πρώτα τοπικά κλαρίνα μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη Ρίζα. Οι μελωδίες τους ήταν λιτές και μονοφωνικές. Κλαρίνο,λαούτο, βιολί και φωνή, ύμνος στην πολυφωνία και τον παρατεταμένο θρήνο του "βάρε, βάρε....βαριά μάστορα"

    Έτσι, λογικά μετά το 1925–30, όταν τα τοπικά κλαρίνα άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν τη σκυτάλη αντικαθιστώντας την παλαιότερη πολυφωνική μουσική παράδοση και να επηρεάζουν τη διασκέδαση του τόπου, η Μπαϊντούσκα δεν έφτασε στη Δρόπολη αυτούσια. Πέρασε μέσα από το φίλτρο των ντόπιων αισθημάτων και ρυθμών, και μαζί με τις παραλλαγές του χορού ήρθαν και οι παραλλαγές στην ονομασία του.  Από Μπαϊντούσκα την πρόφεραν Κατιούσκα και έτσι έμεινε. Δεν είναι τοπικός χορός. Εισαγόμενος και αυτός, μετά το 1920, μαζί με τα Ζαγορίσια και Τσιάμικα που έφεραν οι Λυραίοι από το Ορεινό στην Άνω Επισκοπή, τότε που έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή και τα πρώτα τοπικά κλαρίνα και άλλαξαν τη διασκέδαση στα γλέντια και στους γάμους, απομακρύνοντας σιγά σιγά το πολυφωνικό στοιχείο.

    Η Κατιούσκα είναι  με βήματα που τόνιζαν τη δύναμη του σώματος και λιγότερο την ευλυγισία. Έγινε χορός επίδειξης και ανδρισμού. Ήταν η γλώσσα των νέων που ήθελαν να πουν: -έχουμε φύγει, έχουμε ζήσει την πόλη, ξέρουμε. Στους χορούς αυτούς τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν είχαν θέση. Ήταν υπόθεση των αντρών, η σκηνή της λεβεντιάς, της μονομαχίας και της φήμης.

       Με τα χρόνια ήρθαν κι άλλα. Τα μεταπολεμικά έργα άρχισαν να αλλάζουν την εικόνα του τόπου. Στα μέσα του αιώνα, ένα μικρό «θαύμα» φάνηκε να γίνεται πραγματικότητα: το νερό έφτασε σε ένα χωριό της Δρόπολης από το Λιμπόχοβο. Μια και μοναδική βρύση, στο κέντρο ενώς χωριού της Δρόπολης  έγινε "ανάσα ζωής". Ένα δώρο που κανείς δεν πίστευε πως θα γνώριζε ποτέ η διψασμένη Δρόπολη.

   Κι όπως συχνά συμβαίνει, μαζί με το νερό ήρθε και το τραγούδι.

    Ένα ενθουσιώδες άσμα γεννήθηκε εκείνες τις ημέρες, για να ευχαριστήσει το «αγαπημένο κόμμα» που τους χάρισε τη βρύση, το δώρο εκείνο που φάνταζε, στους διψασμένους, σαν πηγή ελπίδας. 

"Τόσα χρόνια καρτερούσες Δροπολίτισσα, νερό
για να πιεις και να δροσίζεις το στεγνό σου το λαιμό..."

Χορευτικό του οχτάχρονου σχολείου της Γλύνας σε λαογραφική εκδήλωση της περιοχής, 1982


    Το τραγούδι αυτό δημιουργήθηκε από κάποιον άγνωστο δάσκαλο, με λόγια παιδικά, μα «πλημμυρισμένα από παιδική χαρά και συγκίνηση», σ’ ένα οχτατάξιο σχολείο της Δρόπολης και μελοποιήθηκε πάνω στη γνώριμη μελωδία της «Κατιούσκας». Πολύ γρήγορα βρήκε τον ρυθμό του στις πρόβες των μαθητικών χορευτικών συγκροτημάτων σχεδόν όλων των οχτατάξιων σχολείων, όπου τα νέα τραγούδια που «στοίχιζαν» για πολιτιστικές εμφανίσεις, χορεύονταν σχεδόν όλα στη μελωδία της Κατιούσκας.

    Εκεί, ανάμεσα σε παπούτσια που χτυπούσαν ρυθμικά το χώμα και φωνές που ενώνονταν σε αυτοσχέδιες χορωδίες, η πολιτική γινόταν τραγούδι, και το τραγούδι μετατρεπόταν σε ανάμνηση και ύμνο για το Κόμμα και τον Ενβέρη. Ακόμη και οι στίχοι της ίδιας της «Κατιούσκας» αφιερώθηκαν στο «Κόμμα το ακριβό», γιατί έφερε, λέει, μια βρύση στο τέλος ενός χωριού της Δρόπολης και το γεγονός αυτό έγινε τραγούδι και ύμνος.

    Από τότε, η «Κατιούσκα» έγινε η μελωδία που συνόδευε τα χορευτικά όλων των οχτατάξιων σχολείων της Δρόπολης. Ένας θρακιώτικος χορός που, με παράξενο τρόπο, ρίζωσε και άνθισε στα χώματα της Δρόπολης ως ύμνος της ελπίδας, της αλλαγής και μιας εποχής που ήθελε να δείξει πως «κάτι κινείται».

    Η μελωδία αυτή διαδόθηκε γρήγορα σε όλα τα οχτατάξια σχολεία της Δρόπολης και της Ρίζας μέσα από τις σχολικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ριζώνοντας βαθιά στην τοπική κοινότητα και μετασχηματιζόμενη σε συλλογικό ύμνο. Στο πνεύμα της εποχής, απέκτησε νέους στίχους και ιδεολογικές φόρμες, όλα αφιερωμένα στο «αγαπημένο Κόμμα», στον «θείο Ενβέρη», στη «νέα ευτυχισμένη ζωή», που παρουσιάζονταν ως δώρα του Κόμματος προς το σχολείο και την «ευτυχία» του λαού.

    Έτσι, μια μελωδία που δε γεννήθηκε στη Δρόπολη αλλά από αγωνία και δίψα, έγινε η φωνή του τόπου μέσα από δεκάδες νέα χορευτικά τραγούδια των οχτατάξιων σχολείων της Δρόπολης και της Ρίζας. Μια μελωδία που ανταποκρινόταν καλύτερα από κάθε άλλη στο ύφος των μικρών pionier, με τις τσιολιάτικες στολές και το κόκκινο μαντήλι στον λαιμό, που με χαρούμενες παιδικές κινήσεις εξέφραζαν την αγάπη τους για το Κόμμα μέσα από τα τραγούδια τους.

    Κάπως έτσι ξεκινούσαν και οι πρώτοι στίχοι της «Κατιούσκας» της Δρόπολης, που εξυμνούσαν το Κόμμα:

Τόσα χρόνια καρτερούσες, Δροπολίτισσα, νερό,
για να πιεις και να δροσίζεις το στεγνό σου το λαιμό.
Επέρασαν κυβερνήσεις, και μεγάλες και μικρές,
μα καμιά δε σου 'πε τι έχεις, Δροπολίτισσα, που κλαις.

Η κυβέρνηση του Ζώγκου ήταν όργανο κακό,
του αγά και του εμπόρου, τυρανούσε το λαό.
Η κυβέρνηση μας τώρα, με το Κόμμα αρχηγό,
αποφάσισε να φέρει το νερό στη Δρόπολη.

(…) κλπ.


 

Όπως κάθε χορός έχει τον πρωταγωνιστή του, έτσι και ο χορός της Κατιούσκα ρίζωσε και στη Γλύνα και βρήκε τον δικό της χορευτή που ξεχόριζε.
   
Οι κωλοτούμπες του Γκώγκου που έγιναν θρύλος και έκαναν την Κατιούσκα ξεχωριστή και οι Γλυνιώτες την ονόμασαν «Η Κατιούσκα του Γκώγκου»

    

    Ο κάθε χορός σε κάθε χωριό, έχει και τον δικό του πρωταγωνιστή 
Δεν χρειάζεται να βλέπεις ποιος χορεύει Από μακρινό σοκάκι ακούς πως ξεκινά το κλαρίνο και αμέσως καταλαβαίνεις ποιος έχει το χορό Όπως και η Κατιούσκα στη Γλύνα ξεχόριζε ο Γκώγκος Στη Γλύνα εκείνα τα χρόνια περίπου τη δεκαετία του 1960 και  1970 αν άκουγες πως παίζει Κατιούσκα καταλάβαινες: Παίρνει χορό ο Γκώγκος. Ο Γιώργος Γκώγκος, που ήρθε από τη Σωτήρα στη Γλύνα ως βοηθός μάγειρας στο ιαματικό νοσοκομείο νεφρών. Κι όταν το κράτος τού παραχώρησε το σπίτι ενός χωριανού που το Κόμμα τον είχε στείλει  στην εξορία, ρίζωσε και έγινε κι αυτός Γλυνιώτης.

           Στους χορούς αυτούς η φιγούρα του Γκώγκου με τις κωλοτούμπες του και τις τολμηρές κινήσεις του ήταν ο βασιλιάς της βραδιάς. Όλοι περίμεναν τη σειρά του χορού να χορέψει ο Γκώγκος με το εξαιρετικό, το διαφορετικό, το ενδιαφέρον του στυλ. Μα με ποιον; Εννοείται, με την Κατιούσκα που είχε γίνει ο δικός του χορός, το καύχημά του. Ένας ζωντανός θρύλος, που με πάθος και θράσος έγραφε ιστορία πάνω στο χορό. Το βλέμμα του, γεμάτο έπαρση, έψαχνε πάντα το χειροκρότημα, τη ζεστή επιβεβαίωση πως, παρά τις δυσκολίες, η ζωή ήταν δική του και ο χορός το πεδίο της ελευθερίας του.

    Τον έχω μπροστά στα μάτια μου, Μολονότι όλα του τα χρόνια εργαζόταν και μαγείρευε τα πιο ωραία και νόστιμα φαγητά δίπλα μαζί σε έμπειρους μάγειρους όπως τον Γιάννη Κόκα, Βασίλη Λιούζη, Γιώργο Βενέτη, Τάση Χούτα, Σπύρο Κόντη, πάντα κρατούσε σταθερά τα κιλά του και τη σιλουέτα

    Τις ελεύθερες ώρες, μετά το οχτάωρό του πάνω στις κατσαρόλες που προετοίμαζε τα φαγητά των αρρώστων του νοσοκομείου, ο Γκώγκος ασχολούνταν με τα κολιτήρια του ακούγοντας πλάκες γραμμοφώνου στο δικό του γραμμόφωνο. Τότε το χωριό είχαν γραμμόφωνα μόνο οι δύο Γιώργηδες: ο Γιώργος Τέλιος και ο Γιώργος Γκώγκος

    Τον θυμάμαι ένα βράδυ που  είχαν φωνάξει τον Σιώμο Μάντη σε γλέντι στην αυλή του νοσοκομείου, στο ένα από τα τρία του χτίρια σε αυτό που κοιμούνταν οι άντρες. Συνήθως εκτός από τους αρρώστους μαζευόταν εκεί και το χωριό. Οι άρρωστοι ήταν οι ίδιοι που έρχονταν κάθε χρόνο και προσπαθούσαν να έρθουν και τον ίδιο μήνα σαν παρέα που περνούσαν μαζί με τους χωριανούς τις είκοσι μία μέρες της θεραπείας τους με το ιαματικό νερό της Γλύνας. Ήταν και αυτοί σε ένα κομμάτι του χρόνου τους Γλυνιώτες

        Μόλις το κλαρίνο ξεκίνησε να παίζει την Κατιούσκα, όλοι στρέφονταν προς τον πρώτο χορευτή. Ποιον άλλο; Τον Γκώγκο, που τον χόρευε εξαιρετικά, με δικές του κινήσεις και τρεις-τέσσερις κωλοτούμπες στη μέση του χορού, που έκαναν όλο το σόου. Καθώς κάπως αργούσε να τις κάνει, ο κόσμος του έβαζε τις φωνές, πριν ακόμα προλάβει να κάνει τον πρώτο κύκλο. Οι παρευρισκόμενοι άρχιζαν να φωνάζουν:

«Κωλοτούμπα, κωλοτούμπα, Γκώγκο!»

Δεν του έκανε αμέσως το χατίρι, κι όσο περνούσε ο χρόνος, οι φωνές όλο και μεγάλωναν, κι άκουγες από όλους:

«Κωλοτούμπα, κωλοτούμπα!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΟ ΦΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΣΤΟ ΒΟΥΛΙΑΡΑΤΙ

      ΤΟ ΦΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΣΤΟ ΒΟΥΛΙΑΡΑΤΙ        Το Βουλιαράτι είναι ξακουστό χωριό και γνωστό πως  έχ...