Οι Χοροί που Ταξίδεψαν και τα Νερά που Τραγούδησαν
Οι αγάδες, τρομοκρατημένοι από τις γεωπολιτικές μεταβολές και τη νέα εποχή που ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει πλήρως, έσπευδαν να πουλήσουν σπίτια και χωράφια. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, αρκετοί από τους ξενιτεμένους μας, είτε είχαν βρεθεί στην Αθήνα είτε στην Κωνσταντινούπολη, γύρισαν με ένα καλό κομπόδεμα και βρήκαν την ευκαιρία που περίμεναν: αγόρασαν γη και έχτισαν νέα σπίτια στον τόπο τους.
Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν σαν μια μικρή Ελλάδα. Θράκη, Μακεδονία, Μάνη, Αιγαίο Ήπειρος, νησιά Ιονίου, ενώνονταν σ’ ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων και ήχων. Τα καφενεία στα σωκάκια της Πλάκας, στα στενά της Κουμουνδούρου, στου Ψυρρή, τα στενά της Νεάπολης, έγιναν ταπεινά στέκια γλεντζιέδων σηνάμα και σχολεία χορού και μουσικής. Εκεί, οι νέοι της Δρόπολης γνώριζαν για πρώτη φορά νέους χορούς και τραγούδια, που τα μάθαιναν με ζήλο για να τα επιδείξουν στα χωριά τους, όταν θα γύριζαν. Ήταν για αυτούς μια επίδειξη γνώσης και δεξιοτεχνίας, που αποκόμιζαν ως προκομμένοι ξενιτεμένοι.
Σε αυτά τα στέκια ήρθαν σε επαφή και με τον χορό Μπαϊντούσκα. Έναν χορό ζωηρό, θρακιώτικης καταγωγής, που κυρίως μιλούσε με το σώμα, τα πόδια και τους ώμους. Τους έκανε εντύπωση και τον επέλεξαν ως τον καταλληλότερο χορό για να εμφανιστούν μπροστά στους χωριανούς, ως ξενιτεμένοι μιας άλλης κοινωνίας. Ήθελαν να τους θαυμάσουν. Προπάντων επειδή ο χορός απαιτούσε δεξιοτεχνία. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Κάθε φορά που επέστρεφαν για γάμους ή πανηγύρια, τον μετέφεραν σαν λάβαρο, ένα σημάδι της αστικής τους λεβεντιάς και της νέας τους ταυτότητας.
Όμως, η Μπαϊντούσκα της Θράκης δεν ήταν ποτέ ίδια με την εκδοχή που μετέφεραν στη Δρόπολη. Οι παλιοί μουσικοί, σκαλισμένοι στα αργά, μελαγχολικά ζυγιά του Πωγωνίου, δεν μπορούσαν να πιάσουν το ζωντανό πνεύμα του χορού. Τα πρώτα τοπικά κλαρίνα μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη Ρίζα. Οι μελωδίες τους ήταν λιτές και μονοφωνικές. Κλαρίνο,λαούτο, βιολί και φωνή, ύμνος στην πολυφωνία και τον παρατεταμένο θρήνο του "βάρε, βάρε....βαριά μάστορα"
Έτσι, λογικά μετά το 1925–30, όταν τα τοπικά κλαρίνα άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν τη σκυτάλη αντικαθιστώντας την παλαιότερη πολυφωνική μουσική παράδοση και να επηρεάζουν τη διασκέδαση του τόπου, η Μπαϊντούσκα δεν έφτασε στη Δρόπολη αυτούσια. Πέρασε μέσα από το φίλτρο των ντόπιων αισθημάτων και ρυθμών, και μαζί με τις παραλλαγές του χορού ήρθαν και οι παραλλαγές στην ονομασία του. Από Μπαϊντούσκα την πρόφεραν Κατιούσκα και έτσι έμεινε. Δεν είναι τοπικός χορός. Εισαγόμενος και αυτός, μετά το 1920, μαζί με τα Ζαγορίσια και Τσιάμικα που έφεραν οι Λυραίοι από το Ορεινό στην Άνω Επισκοπή, τότε που έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή και τα πρώτα τοπικά κλαρίνα και άλλαξαν τη διασκέδαση στα γλέντια και στους γάμους, απομακρύνοντας σιγά σιγά το πολυφωνικό στοιχείο.
Η Κατιούσκα είναι με βήματα που τόνιζαν τη δύναμη του σώματος και λιγότερο την ευλυγισία. Έγινε χορός επίδειξης και ανδρισμού. Ήταν η γλώσσα των νέων που ήθελαν να πουν: -έχουμε φύγει, έχουμε ζήσει την πόλη, ξέρουμε. Στους χορούς αυτούς τα κορίτσια και οι γυναίκες δεν είχαν θέση. Ήταν υπόθεση των αντρών, η σκηνή της λεβεντιάς, της μονομαχίας και της φήμης.
Με τα χρόνια ήρθαν κι άλλα. Τα μεταπολεμικά έργα άρχισαν να αλλάζουν την εικόνα του τόπου. Στα μέσα του αιώνα, ένα μικρό «θαύμα» φάνηκε να γίνεται πραγματικότητα: το νερό έφτασε σε ένα χωριό της Δρόπολης από το Λιμπόχοβο. Μια και μοναδική βρύση, στο κέντρο ενώς χωριού της Δρόπολης έγινε "ανάσα ζωής". Ένα δώρο που κανείς δεν πίστευε πως θα γνώριζε ποτέ η διψασμένη Δρόπολη.
Κι όπως συχνά συμβαίνει, μαζί με το νερό ήρθε και το τραγούδι.
Ένα ενθουσιώδες άσμα γεννήθηκε εκείνες τις ημέρες, για να ευχαριστήσει το «αγαπημένο κόμμα» που τους χάρισε τη βρύση, το δώρο εκείνο που φάνταζε, στους διψασμένους, σαν πηγή ελπίδας.
Το τραγούδι αυτό δημιουργήθηκε από κάποιον άγνωστο δάσκαλο, με λόγια παιδικά, μα «πλημμυρισμένα από παιδική χαρά και συγκίνηση», σ’ ένα οχτατάξιο σχολείο της Δρόπολης και μελοποιήθηκε πάνω στη γνώριμη μελωδία της «Κατιούσκας». Πολύ γρήγορα βρήκε τον ρυθμό του στις πρόβες των μαθητικών χορευτικών συγκροτημάτων σχεδόν όλων των οχτατάξιων σχολείων, όπου τα νέα τραγούδια που «στοίχιζαν» για πολιτιστικές εμφανίσεις, χορεύονταν σχεδόν όλα στη μελωδία της Κατιούσκας.
Εκεί, ανάμεσα σε παπούτσια που χτυπούσαν ρυθμικά το χώμα και φωνές που ενώνονταν σε αυτοσχέδιες χορωδίες, η πολιτική γινόταν τραγούδι, και το τραγούδι μετατρεπόταν σε ανάμνηση και ύμνο για το Κόμμα και τον Ενβέρη. Ακόμη και οι στίχοι της ίδιας της «Κατιούσκας» αφιερώθηκαν στο «Κόμμα το ακριβό», γιατί έφερε, λέει, μια βρύση στο τέλος ενός χωριού της Δρόπολης και το γεγονός αυτό έγινε τραγούδι και ύμνος.
Από τότε, η «Κατιούσκα» έγινε η μελωδία που συνόδευε τα χορευτικά όλων των οχτατάξιων σχολείων της Δρόπολης. Ένας θρακιώτικος χορός που, με παράξενο τρόπο, ρίζωσε και άνθισε στα χώματα της Δρόπολης ως ύμνος της ελπίδας, της αλλαγής και μιας εποχής που ήθελε να δείξει πως «κάτι κινείται».
Η μελωδία αυτή διαδόθηκε γρήγορα σε όλα τα οχτατάξια σχολεία της Δρόπολης και της Ρίζας μέσα από τις σχολικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ριζώνοντας βαθιά στην τοπική κοινότητα και μετασχηματιζόμενη σε συλλογικό ύμνο. Στο πνεύμα της εποχής, απέκτησε νέους στίχους και ιδεολογικές φόρμες, όλα αφιερωμένα στο «αγαπημένο Κόμμα», στον «θείο Ενβέρη», στη «νέα ευτυχισμένη ζωή», που παρουσιάζονταν ως δώρα του Κόμματος προς το σχολείο και την «ευτυχία» του λαού.
Έτσι, μια μελωδία που δε γεννήθηκε στη Δρόπολη αλλά από αγωνία και δίψα, έγινε η φωνή του τόπου μέσα από δεκάδες νέα χορευτικά τραγούδια των οχτατάξιων σχολείων της Δρόπολης και της Ρίζας. Μια μελωδία που ανταποκρινόταν καλύτερα από κάθε άλλη στο ύφος των μικρών pionier, με τις τσιολιάτικες στολές και το κόκκινο μαντήλι στον λαιμό, που με χαρούμενες παιδικές κινήσεις εξέφραζαν την αγάπη τους για το Κόμμα μέσα από τα τραγούδια τους.
Κάπως έτσι ξεκινούσαν και οι πρώτοι στίχοι της «Κατιούσκας» της Δρόπολης, που εξυμνούσαν το Κόμμα:
Τόσα χρόνια καρτερούσες, Δροπολίτισσα, νερό,
για να πιεις και να δροσίζεις το στεγνό σου το λαιμό.
Επέρασαν κυβερνήσεις, και μεγάλες και μικρές,
μα καμιά δε σου 'πε τι έχεις, Δροπολίτισσα, που κλαις.Η κυβέρνηση του Ζώγκου ήταν όργανο κακό,
του αγά και του εμπόρου, τυρανούσε το λαό.
Η κυβέρνηση μας τώρα, με το Κόμμα αρχηγό,
αποφάσισε να φέρει το νερό στη Δρόπολη.
(…) κλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου