Παραμυθένια ταξίδια από τη ζωή, όπου η φαντασία χορεύει με τα όνειρα
Από τον Χρήστο Γιάννη, με καρδιά και φαντασία…
Κάθε παραμύθι γεννιέται από μικρές στιγμές της ζωής, από ψιθύρους της καρδιάς και από γέλια που ταξιδεύουν στη μαγεία και τη φαντασία.
Οι Ξωτικές
Μια φορά κι έναν καιρό, όταν η νύχτα είχε φορέσει το μαύρο της πέπλο και τα άστρα άρχισαν να λαμπυρίζουν στον ουρανό, η γιαγιά, καθώς μας έλεγε όμορφα παραμύθια, μας έλεγε πως μετά τα μεσάνυχτα, όταν εμείς θα κοιμόμασταν και θα βλέπαμε όμορφα όνειρα με νεράιδες, ξυπνούν και οι Ξωτικές. Ήταν μικρά, μαγικά πλάσματα, τόσο όμορφα που κανείς δεν μπορούσε να τα δει καθαρά. Χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα και τις αυλές, ψιθυρίζοντας μαγικά τραγούδια που έμοιαζαν με ανάσες του ανέμου.
Η γιαγιά καθόταν δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά φώτιζε το πρόσωπό της, κάνοντάς το να μοιάζει πιο σοφό, σχεδόν μυστηριώδες. Τα εγγόνια της, η Αγνή και ο Λάμπρος, είχαν κουρνιάσει δίπλα της, τα μάτια τους διάπλατα ανοιχτά, γεμάτα περιέργεια.
-Παιδιά μου, ακούστε καλά,- είπε η γιαγιά με φωνή γλυκιά και σοβαρή - Οι Ξωτικές εμφανίζονται μόνο μετά τα μεσάνυχτα και φεύγουν με το πρώτο λάλημα του κόκορα. Είναι οι φύλακες της φύσης και των μυστικών της νύχτας. Αν τις δείτε τυχαία, χαμογελάστε μέσα στην καρδιά σας και μείνετε σιωπηλοί, ποτέ μην τους μιλήσετε, γιατί τότε… θα σας πάρουν τη φωνή σας.
Η Αγνή έγειρε μπροστά, σχεδόν ψιθυριστά ρώτησε:
-Γιαγιά, τι κάνουν οι Ξωτικές;
-Δεν είναι κακές,- αποκρίθηκε η γιαγιά. -Μα μας δοκιμάζουν. Όταν χορεύουν στα χωράφια ή κάτω απ’ τα δέντρα, προστατεύουν τις σοδειές, τα ζώα, όλα τα πλάσματα που ζουν εκεί. Είναι δασκάλες της νύχτας, μας μαθαίνουν υπομονή, σιωπή και σεβασμό.
Ο Λάμπρος αναστέναξε και ρώτησε με δισταγμό:
-Κι αν τις μιλήσουμε;
Η γιαγιά χαμήλωσε τη φωνή της, τόσο που σχεδόν έμοιαζε με μυστικό:
-Τότε χάνουμε τη φωνή μας… ως το ξημέρωμα. Θα πρέπει να περιμένουμε το φως του ήλιου ή το πρώτο λάλημα του κόκορα για να μιλήσουμε ξανά. Είναι το μάθημά τους, πως δεν πρέπει να αναστατώνουμε τα μυστικά της φύσης.
Τα παιδιά κράτησαν την ανάσα τους. Στα μάτια τους καθρεφτίστηκαν εικόνες, οι Ξωτικές να χορεύουν σαν σπίθες μέσα στη νύχτα, ανάμεσα στις σκιές των δέντρων, τα μαλλιά τους να λάμπουν σαν φεγγαρόφωτο, τα τραγούδια τους να μοιάζουν με γλυκά αινίγματα που ποτέ κανείς δεν αποκρυπτογράφησε.
Η Αγνή ψιθύρισε με δέος:
-Τώρα καταλαβαίνω, γιαγιά… πρέπει να ακούμε τις φωνές της νύχτας και να σεβόμαστε τα μυστικά της.
Η γιαγιά χαμογέλασε ήσυχα.
-Ακριβώς, Αγνή μου. Αυτό είναι το δώρο των Ξωτικών: μας μαθαίνουν ότι κάθε πλάσμα, μικρό ή μεγάλο, έχει θέση στη φύση. Και πως η υπομονή και ο σεβασμός είναι τα πιο πολύτιμα μαθήματα.
Κι έτσι, μέσα στη σιωπή της νύχτας, τα παιδιά ονειρεύτηκαν τις Ξωτικές να χορεύουν κάτω απ’ τα άστρα, να προστατεύουν τα χωράφια και τα ζώα, να φυλάνε τα μυστικά της γης. Και κατάλαβαν πως δεν χρειάζεται να φοβούνται… μόνο να θαυμάζουν.
Να θαυμάζουν τη σοφία της φύσης που ξέρει πότε να σωπαίνει και πότε να μιλά.
Να θαυμάζουν το φως που κρύβεται μέσα στο σκοτάδι, τις ψιθυριστές φωνές που γίνονται μαθήματα, τα μικρά μυστικά που φυλάνε οι σκιές.
Να θαυμάζουν και να θυμούνται πως η μαγεία δεν βρίσκεται μακριά, βρίσκεται παντού γύρω μας, σε κάθε δέντρο, σε κάθε άστρο, σε κάθε αναπνοή της γης.
Κι από τότε, η Αγνή κι ο Λάμπρος έμαθαν πως όποιος σέβεται τα θαύματα της νύχτας και ακούει με την καρδιά, βρίσκει πάντοτε τη φωνή του πιο δυνατή το επόμενο πρωί.
______________________________
Σημείωση για τις ξωτικιές και η διαφορά με τις νύμφες
Οι ξωτικιές είναι μικρόσωμα, παιχνιδιάρικα πνεύματα της λαϊκής φαντασίας, που συμβολίζουν το μυστήριο και το απρόβλεπτο της φύσης. Διαφέρουν από τις νύμφες, οι οποίες είναι θηλυκά πνεύματα της μυθολογίας, όμορφα και προστατευτικά, που συμβολίζουν την ομορφιά και την αρμονία της φύσης.
Νύμφες
Στην ελληνική μυθολογία, οι νύμφες είναι θηλυκά πνεύματα της φύσης: δάση, ποτάμια, βουνά, δέντρα. Συνήθως όμορφες και αιθέρια, φέρουν θετική διάθεση και προστατεύουν τον τόπο τους. Συμβολίζουν την ομορφιά της φύσης, τη γονιμότητα και την αρμονία.
Ξωτικά
Τα ξωτικά είναι μικρόσωμα πνεύματα της λαϊκής φαντασίας, παιχνιδιάρικα ή σκανδαλιάρικα. Δεν είναι απαραίτητα θηλυκά ούτε πάντα όμορφα. Μπορεί να κάνουν φάρσες, να κρύβουν αντικείμενα ή να δημιουργούν μικρά μυστήρια. Συμβολίζουν το απρόβλεπτο, τη μαγεία και το μυστήριο της καθημερινότητας.
Σχέση
Οι ξωτικιές μοιράζονται με τις νύμφες τη σύνδεση με τη φύση και την υπερφυσική υπόσταση, αλλά είναι πιο παιχνιδιάρικες και λαϊκές. Οι νύμφες ανήκουν κυρίως στη μυθολογική παράδοση των θεών και του πανθέου, ενώ τα ξωτικά ζουν στη λαϊκή φαντασία και στο παραμύθι.
Χρήστος Γιάννης
4.9.2025
2
Το παραμύθι της γιαγιάς
Ο Γκιώνης, το νυχτοπούλι που έφερε τη μαγεία στις καλοκαιρινές νύχτες
-Γιαγιά, πες μας το παραμύθι σου… πριν πάμε για ύπνο!
Η γιαγιά χαμογέλασε, τους άπλωσε τα χέρια και η φωνή της χαμήλωσε σε έναν μυστηριώδη, μαγικό τόνο:
-Σήμερα θα σας πω για έναν μικροσκοπικό αλλά γενναίο φίλο της νύχτας… τον Γκιώνη, τον λαμπρό και αγνό.
Τα παιδιά γύρισαν το κεφάλι τους και την κοίταξαν γεμάτα απορία.
-Γιαγιά - είπε ο Λάμπρος, -γιατί τον λένε Γκιώνη; Είναι πραγματικό όνομα;
Η γιαγιά γέλασε απαλά:
-Καρδούλα μου, η λέξη “Γκιώνης” μοιάζει με τη φωνή του πουλιού, και αυτό τον κάνει μοναδικό. Αναφέρεται στα μικρά χαρακτηριστικά που μοιάζουν με αφτιά στο κεφάλι του, και πως έχει επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα.
-Κι… κι αυτός πετάει τη νύχτα;
Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι της σοφά:
-Ναι, αγαπούλα μου. Ο Γκιώνης είναι νυχτόβιος και θερμόφιλος. Του αρέσει το σκοτάδι και φωλιάζει σε τρύπες δέντρων ή σε ξεχασμένες φωλιές άλλων πουλιών. Τρώει έντομα, μερικές φορές μικρά ερπετά και θηλαστικά, και είναι τόσο χρήσιμος στους αγρότες που προστατεύει τις σοδειές τους.
Ο Λάμπρος έκανε τα μάτια του μεγάλα σαν πιάτα:
-Και από πού έρχεται; Φεύγει μακριά;
Η γιαγιά αναστέναξε, σαν να ταξίδευε με τον Γκιώνη στο μυαλό της:
-Είναι αποδημητικός. Πετάει σε όλο τον Παλαιό Κόσμο, στην Ασία, την Αφρική, τη Νότια Ευρώπη… και στην Ελλάδα έρχεται κάθε άνοιξη και καλοκαίρι. Στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Κύπρο μένει μόνιμα. Τον χειμώνα, ταξιδεύει μακριά, στις θερμές χώρες της Αφρικής, για να βρει ζεστασιά.
Η Αγνή κούνησε το κεφάλι της γεμάτη απορία:
-Γιαγιά, και γιατί τραγουδάει έτσι; “Γκιων! Γκιων!”;
Η γιαγιά πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε πιο κοντά τους:
-Λένε, παιδάκια μου, πως παλιά ήταν δύο αδέρφια, ο Γκιώνης και ο Δήμος. Ο Δήμος, από κακή στιγμή ή ζήλεια, έκανε κακό στον αδερφό του. Η λύπη του ήταν τόσο μεγάλη που ο Θεός, λυπημένος, μεταμόρφωσε τον Γκιώνη σε πουλάκι της νύχτας. Από τότε, κάθε φορά που ακούτε το “Γκιων! Γκιων!”, θυμάται τον αγαπημένο του αδελφό και τα δάκρυά του πέφτουν απαλά σαν μουσική στα όνειρά μας.
Ο Λάμπρος αναστέναξε εντυπωσιασμένος:
-Και τα μάτια του; Είναι αληθινά τόσο φωτεινά;»
Η γιαγιά χαμογέλασε:
-Ναι, μικρέ μου. Τα μάτια του είναι κίτρινα και μοιάζουν σαν δυο μικρές φλόγες μέσα στο σκοτάδι. Όταν τον κοιτάζεις, νιώθεις σαν να σου λέει: “Μην φοβάσαι… εγώ είμαι εδώ και φροντίζω τον κόσμο της νύχτας”.
Η Αγνή ψιθύρισε:
-Και τι κάνει κάθε νύχτα;
Η γιαγιά χαμογέλασε πλατιά και η φωνή της γέμισε μυστήριο:
-Κάθε νύχτα πετάει μέσα στα δάση και στους κήπους, φωλιάζει σε τρυπούλες δέντρων, τρώει έντομα και μικρά ζώα, και τραγουδάει για να θυμάται τον αδερφό του. Κάθε άνοιξη και καλοκαίρι ταξιδεύει από μακρινούς τόπους για να χαρίσει τη μαγεία του τραγουδιού του. Και όταν εσείς ακούτε το “τιου-τιου… πίκι-πίκι… γκιων-γκιων!”, νιώθετε τη νύχτα γεμάτη φως και όνειρα».
Ο Λάμπρος και η Αγνή έκλεισαν τα μάτια τους για μια στιγμή, ονειρεύτηκαν ότι πετάνε μαζί με τον μικρό γενναίο φίλο, και η γιαγιά τους ψιθύρισε:
Και κάθε νύχτα, παιδάκια μου, τα παραμύθια της γιαγιάς δεν τελειώνουν ποτέ… γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος μαγεία, και όσο υπάρχουν όνειρα, θα υπάρχουν και παραμύθια.
Κι έτσι, κάτω από το απαλό φως του φεγγαριού, ο Γκιώνης σφύριζε το μαγικό του τραγούδι, τα παιδιά ταξίδευαν σε μαγικούς κόσμους, και η νύχτα γέμιζε μαγεία… μέχρι το επόμενο παραμύθι.
Οι νεράιδες
-Ναι, γιαγιά, θέλουμε κι απόψε ένα παραμύθι πριν κοιμηθούμε… - πρόσθεσε η Αγνή, που κρατούσε ακόμα σφιχτά την κούκλα της.
Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και είπε με φωνή γλυκιά σαν τραγούδι:
-Καλά, καλά… απόψε θα σας πω για τις όμορφες νεράιδες. Ξέρετε τι είναι οι νεράιδες;
-Είναι σαν μικρά αστεράκια με φτερά;» ρώτησε με απορία ο Λάμπρος.
-Όχι ακριβώς…-χαμογέλασε η γιαγιά. -Οι νεράιδες είναι πλάσματα μαγικά, όμορφα σαν τις αυγινές δροσοσταλίδες, που ζουν στις πηγές, στα ποτάμια, στα λιβάδια και καμιά φορά βγαίνουν τις νύχτες να χορέψουν κάτω από το φως του φεγγαριού…
Η Αγνή έσκυψε πιο κοντά:
Η γιαγιά έγνεψε αργά:
Ο Λάμπρος έσφιξε το χέρι της αδελφής του: -Δηλαδή, μπορεί να μας πάρουν μαζί τους;
Κι η γιαγιά χαμήλωσε τη φωνή της, σαν να μιλούσε μυστικά με τη νύχτα:
-Έτσι λένε οι παλιοί… πως αν κάποιος αφεθεί στη μαγεία τους, μπορεί να χαθεί στον κόσμο τους και να μην ξαναγυρίσει. Γι’ αυτό και τα τραγούδια τους, όσο γλυκά κι αν είναι, κρύβουν πάντα μια δοκιμασία.
Η Αγνή ανατρίχιασε και ρώτησε ψιθυριστά:
-Α, αυτό είναι παλιό, πολύ παλιό…-είπε εκείνη. -Η λέξη έρχεται από τις Νηρηίδες, τις πανέμορφες θαλασσινές κόρες του Νηρέα. Σιγά σιγά όμως, οι άνθρωποι άρχισαν να λένε νεράιδες όλα τα μαγικά πλάσματα που είχαν την ομορφιά και τη χάρη τους.
Ο Λάμπρος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι: -Δηλαδή, γιαγιά… οι νεράιδες είναι το ίδιο με τις ξωτικές;
Η γιαγιά χαμογέλασε ζεστά, μα ένευσε αρνητικά:
-Όχι, παιδί μου. Οι νεράιδες είναι πλάσματα της φύσης, όμορφες σαν τις αρχαίες νύμφες, ζουν στα ποτάμια, στις πηγές, στα λιβάδια και χορεύουν κάτω απ’ το φεγγάρι. Οι ξωτικές όμως είναι πιο σκανταλιάρικες, ζουν σε σπηλιές και δάση και συχνά αγαπούν τα πειράγματα. Μπορεί οι άνθρωποι να τα μπέρδευαν και να τα έλεγαν όλα μαζί, αλλά η αλήθεια είναι πως άλλο είναι η νεράιδα κι άλλο το ξωτικό.
Η Αγνή έμεινε με το στόμα ανοιχτό:
-Βεβαίως,- αποκρίθηκε η γιαγιά. -μα μόνο σε όσους έχουν αθώα καρδιά αποκαλύπτονται. Κι ίσως… σε παιδιά σαν κι εσάς.
Τα εγγόνια ανατρίχιασαν από χαρά και αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους.
-Τότε, αύριο θέλουμε παραμύθι για τις ξωτικές! φώναξαν με μια φωνή.
Η γιαγιά χαμογέλασε, μα τα μάτια της γυάλισαν λίγο παράξενα. Έσκυψε κοντά και ψιθύρισε:
-Αύριο, παιδιά μου… θα σας πω για τις ξωτικές, που άλλοι τις λεν αγγελούδια κι άλλοι… διαβολάκια μεταμορφωμένους.
Τα παιδιά έμειναν άφωνα, μα ένα γλυκό ρίγος τρόμαξε την καρδιά τους. Ήξεραν πως το αυριανό παραμύθι θα ήταν ακόμα πιο μαγικό.
Τα παραμύθεια της γιαγιάς...
Η Σοφή Κουκουβάγια
Το βράδυ είχε πέσει ήσυχο πάνω από το χωριό, και ο ουρανός γέμισε αστέρια που άστραφταν σαν μικρά κεράκια στο σκοτάδι. Ο Λάμπρος και η Αγνή είχαν ήδη πλύνει τα πρόσωπά τους και φόρεσαν τις πιτζάμες τους, μα πριν προλάβει η γιαγιά να τους σκεπάσει, έτρεξαν κοντά της γελώντας.
-Γιαγιά, γιαγιά! Πες μας απόψε ένα παραμύθι πριν κοιμηθούμε! – φώναξαν με μια φωνή, και χώθηκαν στην αγκαλιά της.
Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και ψιθύρισε:
-Απόψε θα σας πω για ένα πουλί που το βλέπουμε συχνά τις νύχτες… την κουκουβάγια.
Τα μάτια των παιδιών άνοιξαν διάπλατα.
-Την κουκουβάγια που ακούγεται να λέει κουκουβάου; – ρώτησε ο Λάμπρος.
-Αυτή! – απάντησε η γιαγιά κι έσφιξε τα χέρια τους. – Στο χωριό μας όμως την λέγαμε κουκουματσιώ.
-Κουκουματσιώ; – γέλασε ο Λάμπρος. – Τι αστείο όνομα!
-Ναι, αγαπη μου. Την λέγαμε κουκουματσιώ, επειδή τα μάτια της ήταν μεγάλα και λαμπερά σαν της γάτας. Όταν τα μικρά παιδιά στο χωριό ξεκινούσαν να λένε τις πρώτες τους λέξεις, δεν μπορούσαν να πουν σωστά τη «γάτα» και έλεγαν «μάτσιω». Έτσι κι η κουκουβάγια έγινε κουκουματσιώ, με τα παιδικά σας λόγια.
Η γιαγιά χαμογέλασε και ψιθύρισε σαν τραγούδι:
«Κουκου… ματσιώ… κουκου… ματσιώ…»
Κι αμέσως τα παιδιά μιμήθηκαν τη φωνή της και γέλασαν.
-Γιαγιά, κι εγώ τη γάτα όταν άρχισα να μιλάω την έλεγα μάτσιω! – φώναξε η Αγνή.
-Ναι, αγαπη μου! Και εσύ, και ο Λάμπρος, και όλα τα παιδάκια στο χωριό μας. Κι επειδή η κουκουβάγια κάθε βράδυ τραγουδούσε πάνω στη κουφάλα της καρυδιάς, εσείς φωνάζατε μαζί της:
«Κουκουματσιώ… κουκουματσιώ…»
Κι άρχισε να διηγείται η γιαγιά:
-Μια φορά κι έναν καιρό, στο μεγάλο δέντρο της αυλής, ζούσε μια κουκουβάγια. Κάθε βράδυ, μόλις έπεφτε η σιωπή, άκουγες τη φωνή της:
«Κουκου… βάου… κουκου… βάου…»
Και τα παιδιά της απαντούσαν χαρούμενα:
«Κουκου… ματσιώ… κουκου… ματσιώ…»
Τα παιδιά έκαναν μια γκριμάτσα φόβου.
-Γιαγιά, θα μας πειράξει; – ρώτησε σιγά η Αγνή.
Η γιαγιά έσκυψε πιο κοντά και τους μίλησε με φωνή που θύμιζε τραγούδι:
-Όχι, παιδάκια μου. Η κουκουβάγια είναι σοφή. Βλέπει μέσα στη νύχτα όσα εμείς δεν βλέπουμε. Αν τη σεβαστείς, θα σου φέρει τύχη. Αν όμως την πειράξεις, μπορεί να χάσεις τη χαρά σου για λίγο.
Ο Λάμπρος ανασήκωσε τα φρύδια του.
-Και γιατί κοιτάζει με τέτοια μάτια; Λάμπουν σαν δυο φώτα!
-Γιατί ψάχνει… ψάχνει πάντα την αλήθεια. Η φύση της έδωσε μάτια δυνατά, για να βλέπει εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Έτσι κι εσείς, πρέπει να μάθετε να παρατηρείτε και να σκέφτεστε.
Η Αγνή έσφιξε τη γιαγιά από το μανίκι.
-Και γιατί φωνάζει έξω από το σπίτι μας;
-Όταν φωνάζει κοντά μας, σημαίνει πως θέλει να μας φέρει μήνυμα καλό: χαρά, τύχη, υγεία. Μα αν προσπαθήσουμε να την πιάσουμε ή να τη διώξουμε, τότε χάνεται η εύνοιά της.
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν, κι ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους.
-Δηλαδή, η κουκουβάγια είναι σαν δασκάλα; – ρώτησε ο Λάμπρος.
-Ναι, ακριβώς, – είπε η γιαγιά και τους χάιδεψε τα κεφάλια. – Η κουκουβάγια μας διδάσκει να σεβόμαστε τα πλάσματα της φύσης. Κι έτσι, κάθε παιδί που ακούει τη φωνή της, λέει μαζί της:
«Κουκου…μιάου… κουκου… ματσιώ…»
Η Αγνή αναστέναξε ευχαριστημένη.
-Μου αρέσει που η φύση μιλάει, γιαγιά.
-Κι εμένα! – είπε ο Λάμπρος. – Θα την ακούμε πάντα με προσοχή!
Η γιαγιά τους σκέπασε τρυφερά.
-Αυτό, παιδιά μου, είναι το πρώτο μάθημα της ζωής: να παρατηρείτε, να σέβεστε και να αγαπάτε κάθε ζωντανό πλάσμα. Έτσι η καρδιά σας θα είναι πάντα γεμάτη χαρά, κι οι φίλοι σας πολλοί – ακόμη και η κουκουβάγια, ή όπως εμείς την λέμε… κουκουματσιώ.
Κι έτσι, εκείνη η νύχτα κύλησε ήσυχα, με το φεγγάρι να φωτίζει το δωμάτιο και τις καρδιές των παιδιών να χτυπούν γεμάτες θαυμασμό για τα μυστικά της φύσης, τραγουδώντας μαζί με την κουκουβάγια:
«Κουκουμιάου… κουκου… ματσιώ…»
Χρήστος Γιάννης
4.9.2025
Γιαγιά, γιαγιά! Πες μας ένα παραμύθι με πουλιά! φώναξαν με μια φωνή, και χώθηκαν στην αγκαλιά της.
Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και ψιθύρισε:
Θα σας πω για αυτό πουλί που το βλέπουμε συχνά στα χωριά μας… την καρακάξα. Αυτ΄που κάνει τωρα κρα-κρα εκει πάνω στη βελανιδιά. Την ακούτε;
-Ναι απαντησαν ομοφωνα ο Λάμπρος και η Αγνή.
-Αυτή την καρακάξα που λέει κρα… κρα… κρα εκεί πάνω; - ρώτησε ο Λάμπρος.
-Αυτή!-απάντησε η γιαγιά και σφίξε τα χέρια τους.
-Σε μεγάλο ψηλό δέντρο, μαζί με άλλα πουλάκια του θεού, ζει και η καρακάξα. Κάθε πρωί, μόλις βλέπει τους πρώτους ήλιους να φωτίζουν τα σπίτια, της ακούμε τη φωνή της: κρα… κρα… κρα…
-Γιαγιά, γιατί φωνάζει συνέχεια;- ρώτησε σιγά η Αγνή.
-Όχι για να σας τρομάξει, παιδάκια μου. Η καρακάξα είναι σοφή και παρατηρεί τα πάντα γύρω της. Όταν κραζει, σας λέει ότι προσέχει τον κόσμο. Σας προειδοποιεί για μικρές αλλαγές στη φύση ή για κάτι που πλησιάζει, καλό ή δύσκολο.»
-Και γιατί τα μάτια της λάμπουν τόσο;
-Γιατί ψάχνει… ψάχνει πάντα για να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της. Έτσι κι εσείς πρέπει να μάθετε να παρατηρείτε και να σκέφτεστε πριν κάνετε κάτι.»
-Κι όταν φωνάζει κοντά μας, τι σημαίνει;
-Δηλαδή, η καρακάξα είναι σαν δασκάλα;-ρώτησε ο Λάμπρος.
-Μου αρέσει που η φύση μας μιλάει, γιαγιά.
-Κι εμένα!-είπε ο Λάμπρος. -Θα την ακούμε πάντα με προσοχή!
-Αυτό, παιδιά μου, είναι το πρώτο μάθημα της ζωής: να παρατηρείτε, να σέβεστε και να αγαπάτε κάθε ζωντανό πλάσμα. Έτσι η καρδιά σας θα είναι πάντα γεμάτη χαρά, και οι φίλοι σας πολλοί, ακόμη και η καρακάξα.
Τα μάτια των παιδιών άνοιξαν διάπλατα.
Κι άρχισε να διηγείται:
Τα παιδιά έκαναν μια μικρή γκριμάτσα απορίας.
Η γιαγιά έσκυψε κοντά τους και μίλησε με γλυκιά φωνή:
Ο Λάμπρος ανασήκωσε τα φρύδια του.
Η Αγνή έσφιξε το χέρι της γιαγιάς.
-Σημαίνει ότι θέλει να σας προειδοποιήσει ή να σας φέρει χαρά. Αν την προσέξετε και τη σεβαστείτε, θα μάθετε να καταλαβαίνετε τη φύση καλύτερα. Μα αν την πειράξετε ή προσπαθήσετε να την πιάσετε, τότε χάνεται η εύνοιά της.
-Ναι, ακριβώς,-είπε η γιαγιά και τους χάιδεψε τα κεφάλια. -Η καρακάξα μας διδάσκει να σεβόμαστε κάθε πλάσμα της φύσης. Μας μαθαίνει να παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας και να καταλαβαίνουμε ότι κάθε ήχος, κάθε θρόισμα, κάθε φως έχει κάτι να μας πει.
Η Αγνή αναστέναξε ευχαριστημένη.
Η γιαγιά τους σκέπασε τρυφερά.
Κι έτσι, εκείνο το πρωινό κύλησε ήσυχα, με τον ήλιο να φωτίζει το χωριό και τις καρδιές των παιδιών να χτυπούν γεμάτες θαυμασμό για τα μυστικά της φύσης και τη σοφία της μικρής καρακάξας.
Το πρωί είχε ξημερώσει ήσυχο και μυρωδάτο. Η δροσιά στα φύλλα έσταζε ακόμα και η χαρά της αυγής χόρευε πάνω στα σοκάκια του χωριού.
- Ποιο πουλί ακούτε πρώτο το πρωί; Σημειώστε πώς φωνάζει.
- Βρείτε ένα έντομο ή ένα λουλούδι που κινείται με τον άνεμο. Τι χρώμα έχει; Πώς κινείται;
- Προσέξτε τις μικρές εκπλήξεις: ένα αυγό που μόλις άνοιξε, μια πεταλούδα, έναν βάτραχο. Τι σας διδάσκει;
Η Μάχη των Λύκων και η Σοφία που Διδάσκει τη Συγχώρεση

-Ναι, γιαγιά, πες μας ένα ακόμα…
Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και είπε με φωνή ζεστή σαν κουβερτούλα:
-Καλά, παιδιά μου… καθίστε καλά, γιατί απόψε θα σας πω για μια μάχη στο δάσος… μια μάχη που δεν ήταν απλά για δύναμη, αλλά για σοφία, αγάπη και καρδιά…και συγχώρεση...
-Δύο λύκοι, λοιπόν… ξεκίνησε η γιαγιά, -ήταν ο Άργος και ο Έριος. Κι ακούστε καλά ποιος ήταν ποιος:
Ο Άργος ήταν δυνατός λύκος, περήφανος και αποφασισμένος. Ήθελε να γίνει αρχηγός της αγέλης με τη δύναμή του, να δείξει ποιος είναι ο πιο δυνατός. Κι όμως, κάτω από τη δύναμή του υπήρχε μια καρδιά που μπορούσε να μάθει τη σοφία και το σεβασμό.
Ο Έριος ήταν γενναίος λύκος και σοφός. Ήξερε ότι η αληθινή ηγεσία δεν έρχεται μόνο από τη δύναμη, αλλά από την αγάπη, τη φροντίδα και την κατανόηση. Δεν φοβόταν να παραδεχτεί την ήττα όταν έβλεπε ότι δεν μπορεί να νικήσει με ωμή δύναμη.
Τα μάτια των παιδιών λάμπανε, σχεδόν ένιωθαν το δάσος γύρω τους, τον άνεμο να ψιθυρίζει στα φύλλα.
Ο διάλογος των λύκων αντηχούσε σαν μαγεία στο δάσος:
-Αυτή η αγέλη θα μου ανήκει! - γρύλισε ο Άργος, το σώμα του γεμάτο περηφάνια.
-Όχι, Άργο, -απάντησε ο Έριος με ήρεμη φωνή. -Η αγέλη ανήκει σε εκείνον που ξέρει να τη φροντίζει… και να αγαπά όλα τα μέλη της.
-Θα το δούμε! -είπε ο Άργος και όρμησε με όλη τη δύναμή του.
Η μάχη άρχισε. Χτύπημα μετά χτύπημα, γρυλίσματα και ήχοι που μοιάζανε με κελάηδημα θυμού και καρδιάς.
-Δεν μπορώ να νικήσω με ωμή δύναμη…, σκέφτηκε ο Έριος, και μια ήρεμη θλίψη τον γέμισε. Σκύβει το κεφάλι του και παραδίδεται, αφήνοντας τον Άργο να δει την αλήθεια του.
Ο Λάμπρος ψιθύρισε:
-Γιαγιά… θα τον φάει;
Η γιαγιά χαμογέλασε πλατιά, σαν να ήξερε ένα μυστικό:
-Όχι, καρδιά μου. Ο Άργος ένιωσε κάτι που δεν περίμενε… κάτι πιο δυνατό από τη θέληση να κυριαρχήσει. Κοίταξε τον Έριο στα μάτια και είπε με βαθιά φωνή:
-Σταμάτα… βλέπω ότι έχεις παραδοθεί. Δεν χρειάζεται να σε πληγώσω άλλο.
Κι ο Έριος, ανακουφισμένος, ψιθύρισε:
-Σε ευχαριστώ… η σοφία σου είναι μεγαλύτερη από τη δύναμή σου.
Η γιαγιά κάθισε πιο κοντά τους, χάιδεψε τα μαλλιά τους και τους είπε με γλυκιά φωνή:
-Βλέπετε, παιδιά μου, η αληθινή δύναμη δεν είναι να νικήσεις τον άλλο με δόντια ή νύχια. Είναι να ξέρεις πότε να σταματήσεις, να συγχωρήσεις, να αφήσεις την περηφάνια σου. Ο Άργος έμαθε ότι η ηγεσία δεν είναι να φοβίζεις τους άλλους, αλλά να τους σέβεσαι και να τους αγαπάς. Και ο Έριος έδειξε ότι η παραδοχή της ήττας δεν είναι δειλία… αλλά γενναιότητα.
Η Αγνή ψιθύρισε:
-Γιαγιά… δηλαδή η πιο δυνατή πράξη είναι να ξέρεις να αγαπάς και να συγχωρείς;
-Ακριβώς, αγάπη μου, -είπε η γιαγιά. -και να φροντίζεις τους άλλους ακόμα και όταν μοιάζουν εχθροί.
Κι έτσι, κάτω από το απαλό φως του φεγγαριού, οι δύο λύκοι έμειναν μαζί, η αγέλη τους ευτυχισμένη, και η νύχτα γέμισε μαγεία, σοφία και γλυκύτητα.
Ο Λάμπρος και η Αγνή έκλεισαν τα μάτια τους και ονειρεύτηκαν τα δύο ζώα να περπατούν μαζί στο δάσος, και η γιαγιά ψιθύρισε με χαμόγελο:
-Και κάθε νύχτα, παιδάκια μου, τα παραμύθια δεν τελειώνουν ποτέ… γιατί όσο υπάρχουν καρδιές που αγαπούν και συγχωρούν, θα υπάρχουν και ιστορίες που μας μαθαίνουν την αληθινή δύναμη.
Κι έτσι, κάτω από το φεγγάρι, το δάσος σιώπησε γλυκά, οι λύκοι κοιμήθηκαν ειρηνικά, και η νύχτα παρέμενε μαγική… μέχρι το επόμενο παραμύθι.
Η Αλεπού και ο Κόκορας
Το τζάκι έκαιγε ζωηρά και έξω το χιόνι σκέπαζε τη γη με λευκό πέπλο. Η Αγνή και ο Λάμπρος είχαν κουλουριαστεί δίπλα στη γιαγιά, με τα μάτια τους να λάμπουν γεμάτα προσμονή.
-Γιαγιά… θα μας πεις άλλο ένα; ρώτησε η Αγνή, σφίγγοντας το χέρι της.
- Ναι, γιαγιά, ένα που να έχει και ζώα! πρόσθεσε ο Λάμπρος.
Η γιαγιά χαμογέλασε τρυφερά και άρχισε με γλυκιά φωνή:
- Λοιπόν, ακούστε… Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια άκρη του δάσους ζούσε ένας περήφανος κόκορας. Ξυπνούσε κάθε πρωί με το πρώτο φως και με τη δυνατή φωνή του καλωσόριζε τον ήλιο. Ήταν καλόκαρδος, τίμιος και όλοι τον αγαπούσαν. Όμως, εκεί κοντά παραμόνευε κι η πονηρή αλεπού, με μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι σαν δυο αναμμένα κάρβουνα.
Η Αγνή σήκωσε τα μάτια γεμάτα απορία:
- Γιαγιά, γιατί είναι πονηρή η αλεπού;
-Γιατί, καρδιά μου, ξέρει να λέει όμορφα λόγια και να στήνει παγίδες. Όμως δεν το κάνει πάντα από κακία· μερικές φορές το κάνει γιατί έτσι έμαθε να ζει…
Και συνέχισε:
-Ένα πρωί, η αλεπού πλησίασε τον κόκορα και του είπε με γλυκιά φωνή:
-Κόκορα καλέ, έμαθες τα νέα; Όλα τα ζώα του δάσους συμφιλιώθηκαν! Δεν υπάρχουν πια εχθροί. Από σήμερα θα ζούμε όλοι αγαπημένοι. Έλα, κατέβα από το κλαδί σου να σε αγκαλιάσω, να δείξουμε πρώτοι το καλό παράδειγμα».
Ο Λάμπρος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του:
- Και κατέβηκε, γιαγιά;
-Περίμενε να δεις… Ο κόκορας, που ήταν έξυπνος, γύρισε και της είπε:
-Πολύ χαίρομαι, κυρά-Αλεπού! Και μάλιστα βλέπω κιόλας δυο μεγάλα σκυλιά να τρέχουν εδώ κοντά, για να φέρουν το χαρμόσυνο μήνυμα!
Η αλεπού μόλις τ’ άκουσε, ταράχτηκε. Σήκωσε την ουρά της και κρύφτηκε στο δάσος, γιατί φοβόταν τα σκυλιά περισσότερο κι από τη φωτιά.
Η Αγνή γέλασε χαρούμενα:
-Χα! Την ξεγέλασε ο κόκορας!
-Ναι, κοριτσάκι μου. Γιατί ο κόκορας δεν άφησε την καρδιά του να τον παρασύρει, αλλά χρησιμοποίησε το μυαλό του.
Η γιαγιά έγειρε πιο κοντά στα παιδιά και χαμήλωσε τη φωνή της:
-Να θυμάστε, μικρά μου… Στη ζωή θα συναντήσετε ανθρώπους που θα σας μιλούν με γλυκά λόγια, αλλά θα έχουν μέσα τους σκοπούς που δεν είναι καθαροί. Μην αφήνετε ποτέ μόνο την καρδιά σας να αποφασίζει. Να σκέφτεστε, να ρωτάτε, να προσέχετε. Έτσι, όπως έκανε ο κόκορας.
Ο Λάμπρος την κοίταξε σοβαρά:
-Δηλαδή, γιαγιά, η δύναμη είναι στο μυαλό και όχι στα νύχια σαν της αλεπούς;
-Ακριβώς, αγόρι μου. Η πιο μεγάλη δύναμη είναι η εξυπνάδα και η σύνεση.
Η φωτιά έτριζε, το χιόνι έξω έπεφτε σιωπηλά, και η γιαγιά τελείωσε το παραμύθι της:
-Κι έτσι ο κόκορας έζησε πολλά, πολλά χρόνια, ξυπνώντας κάθε μέρα το χωριό με το τραγούδι του, ενώ η αλεπού έμαθε πως δεν φτάνει να είσαι πονηρή, πρέπει να μάθεις να σέβεσαι.
Η Αγνή και ο Λάμπρος έκλεισαν τα ματάκια τους γεμάτα όνειρα, κι η γιαγιά ψιθύρισε:
-Και να θυμάστε… τα παραμύθια μπορεί να τελειώνουν, μα η σοφία τους μένει πάντα μέσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου