Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Του Χρήστου Γιάννη. ✨ Παραμύθια της Ζωής ✨ Παραμυθένια ταξίδια από τη ζωή, όπου η φαντασία χορεύει με τα όνειρα - νέα έκδοση, έτοιμη για εκτύπωση

     

Του Χρήστου Γιάννη 

______________________

 ✨ Παραμύθια της Ζωής ✨

Παραμυθένια ταξίδια από τη ζωή, όπου η φαντασία χορεύει με τα όνειρα


Από τον Χρήστο Γιάννη, με καρδιά και φαντασία…

Κάθε παραμύθι γεννιέται από μικρές στιγμές της ζωής, από ψιθύρους της καρδιάς και από γέλια που ταξιδεύουν στη μαγεία και τη φαντασία.

__________________________
  Η νέα μου έκδοση, έτοιμη για εκτύπωση

__________________________


Οι Ξωτικές


        
Μια φορά κι έναν καιρό, όταν η νύχτα είχε φορέσει το μαύρο της πέπλο και τα άστρα άρχισαν να λαμπυρίζουν στον ουρανό, η γιαγιά, καθώς μας έλεγε όμορφα παραμύθια, μας έλεγε πως μετά τα μεσάνυχτα, όταν εμείς θα κοιμόμασταν και θα βλέπαμε όμορφα όνειρα με νεράιδες, ξυπνούν και οι Ξωτικές. Ήταν μικρά, μαγικά πλάσματα, τόσο όμορφα που κανείς δεν μπορούσε να τα δει καθαρά. Χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα και τις αυλές, ψιθυρίζοντας μαγικά τραγούδια που έμοιαζαν με ανάσες του ανέμου.

   Η γιαγιά καθόταν δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά φώτιζε το πρόσωπό της, κάνοντάς το να μοιάζει πιο σοφό, σχεδόν μυστηριώδες. Τα εγγόνια της, η Αγνή και ο Λάμπρος, είχαν κουρνιάσει δίπλα της, τα μάτια τους διάπλατα ανοιχτά, γεμάτα περιέργεια.

-Παιδιά μου, ακούστε καλά,- είπε η γιαγιά με φωνή γλυκιά και σοβαρή  - Οι Ξωτικές εμφανίζονται μόνο μετά τα μεσάνυχτα και φεύγουν με το πρώτο λάλημα του κόκορα. Είναι οι φύλακες της φύσης και των μυστικών της νύχτας. Αν τις δείτε τυχαία, χαμογελάστε μέσα στην καρδιά σας και μείνετε σιωπηλοί, ποτέ μην τους μιλήσετε, γιατί τότε… θα σας πάρουν τη φωνή σας. 

Η Αγνή έγειρε μπροστά, σχεδόν ψιθυριστά ρώτησε:
-Γιαγιά, τι κάνουν οι Ξωτικές; 

-Δεν είναι κακές,- αποκρίθηκε η γιαγιά. -Μα μας δοκιμάζουν. Όταν χορεύουν στα χωράφια ή κάτω απ’ τα δέντρα, προστατεύουν τις σοδειές, τα ζώα, όλα τα πλάσματα που ζουν εκεί. Είναι δασκάλες της νύχτας, μας μαθαίνουν υπομονή, σιωπή και σεβασμό. 

Ο Λάμπρος αναστέναξε και ρώτησε με δισταγμό:
-Κι αν τις μιλήσουμε; 

Η γιαγιά χαμήλωσε τη φωνή της, τόσο που σχεδόν έμοιαζε με μυστικό:
-Τότε χάνουμε τη φωνή μας… ως το ξημέρωμα. Θα πρέπει να περιμένουμε το φως του ήλιου ή το πρώτο λάλημα του κόκορα για να μιλήσουμε ξανά. Είναι το μάθημά τους, πως δεν πρέπει να αναστατώνουμε τα μυστικά της φύσης. 

Τα παιδιά κράτησαν την ανάσα τους. Στα μάτια τους καθρεφτίστηκαν εικόνες, οι Ξωτικές να χορεύουν σαν σπίθες μέσα στη νύχτα, ανάμεσα στις σκιές των δέντρων, τα μαλλιά τους να λάμπουν σαν φεγγαρόφωτο, τα τραγούδια τους να μοιάζουν με γλυκά αινίγματα που ποτέ κανείς δεν αποκρυπτογράφησε.


Η Αγνή ψιθύρισε με δέος:
-Τώρα καταλαβαίνω, γιαγιά… πρέπει να ακούμε τις φωνές της νύχτας και να σεβόμαστε τα μυστικά της. 

Η γιαγιά χαμογέλασε ήσυχα.
-Ακριβώς, 
Αγνή μου. Αυτό είναι το δώρο των Ξωτικών: μας μαθαίνουν ότι κάθε πλάσμα, μικρό ή μεγάλο, έχει θέση στη φύση. Και πως η υπομονή και ο σεβασμός είναι τα πιο πολύτιμα μαθήματα. 

   Κι έτσι, μέσα στη σιωπή της νύχτας, τα παιδιά ονειρεύτηκαν τις Ξωτικές να χορεύουν κάτω απ’ τα άστρα, να προστατεύουν τα χωράφια και τα ζώα, να φυλάνε τα μυστικά της γης. Και κατάλαβαν πως δεν χρειάζεται να φοβούνται… μόνο να θαυμάζουν.
      Να θαυμάζουν τη σοφία της φύσης που ξέρει πότε να σωπαίνει και πότε να μιλά.
     Να θαυμάζουν το φως που κρύβεται μέσα στο σκοτάδι, τις ψιθυριστές φωνές που γίνονται μαθήματα, τα μικρά μυστικά που φυλάνε οι σκιές.
      Να θαυμάζουν και να θυμούνται πως η μαγεία δεν βρίσκεται μακριά, βρίσκεται παντού γύρω μας, σε κάθε δέντρο, σε κάθε άστρο, σε κάθε αναπνοή της γης.

     Κι από τότε, η Αγνή κι ο Λάμπρος έμαθαν πως όποιος σέβεται τα θαύματα της νύχτας και ακούει με την καρδιά, βρίσκει πάντοτε τη φωνή του πιο δυνατή το επόμενο πρωί.

______________________________

Σημείωση για τις ξωτικιές και η διαφορά με τις νύμφες

      Οι ξωτικιές είναι μικρόσωμα, παιχνιδιάρικα πνεύματα της λαϊκής φαντασίας, που συμβολίζουν το μυστήριο και το απρόβλεπτο της φύσης. Διαφέρουν από τις νύμφες, οι οποίες είναι θηλυκά πνεύματα της μυθολογίας, όμορφα και προστατευτικά, που συμβολίζουν την ομορφιά και την αρμονία της φύσης.

Νύμφες
        Στην ελληνική μυθολογία, οι νύμφες είναι θηλυκά πνεύματα της φύσης: δάση, ποτάμια, βουνά, δέντρα. Συνήθως όμορφες και αιθέρια, φέρουν θετική διάθεση και προστατεύουν τον τόπο τους. Συμβολίζουν την ομορφιά της φύσης, τη γονιμότητα και την αρμονία.

Ξωτικά
      Τα ξωτικά είναι μικρόσωμα πνεύματα της λαϊκής φαντασίας, παιχνιδιάρικα ή σκανδαλιάρικα. Δεν είναι απαραίτητα θηλυκά ούτε πάντα όμορφα. Μπορεί να κάνουν φάρσες, να κρύβουν αντικείμενα ή να δημιουργούν μικρά μυστήρια. Συμβολίζουν το απρόβλεπτο, τη μαγεία και το μυστήριο της καθημερινότητας.

Σχέση
       Οι ξωτικιές μοιράζονται με τις νύμφες τη σύνδεση με τη φύση και την υπερφυσική υπόσταση, αλλά είναι πιο παιχνιδιάρικες και λαϊκές. Οι νύμφες ανήκουν κυρίως στη μυθολογική παράδοση των θεών και του πανθέου, ενώ τα ξωτικά ζουν στη λαϊκή φαντασία και στο παραμύθι.


Χρήστος Γιάννης

4.9.2025

___________________________________


2

Το παραμύθι της γιαγιάς 

Ο Γκιώνης, το νυχτοπούλι που έφερε τη μαγεία στις καλοκαιρινές νύχτες

   
    
         Κάθε βράδυ, λίγο πριν τα μάτια τους βαραίνουν από τον ύπνο, ο Λάμπρος και η Αγνή πλησίαζαν τη γιαγιά. Κουλουριαζόντουσαν δίπλα της, με τα ματάκια τους γεμάτα περιέργεια και λαμπερά σαν τα αστέρια, και ψιθύριζαν:

-Γιαγιά, πες μας το παραμύθι σου… πριν πάμε για ύπνο! 

     Η γιαγιά χαμογέλασε, τους άπλωσε τα χέρια και η φωνή της χαμήλωσε σε έναν μυστηριώδη, μαγικό τόνο:

-Σήμερα θα σας πω για έναν μικροσκοπικό αλλά γενναίο φίλο της νύχτας… τον Γκιώνη, τον λαμπρό και αγνό.

Τα παιδιά γύρισαν το κεφάλι τους και την κοίταξαν γεμάτα απορία.

-Γιαγιά - είπε ο Λάμπρος, -γιατί τον λένε Γκιώνη; Είναι πραγματικό όνομα; 

Η γιαγιά γέλασε απαλά:
-Καρδούλα μου, η λέξη “Γκιώνης”  μοιάζει με τη φωνή του πουλιού, και αυτό τον κάνει μοναδικό.   Αναφέρεται στα μικρά χαρακτηριστικά που μοιάζουν με αφτιά στο κεφάλι του, και  πως έχει επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα.

-Κι… κι αυτός πετάει τη νύχτα; 

Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι της σοφά:
-Ναι, αγαπούλα μου. Ο Γκιώνης είναι νυχτόβιος και θερμόφιλος. Του αρέσει το σκοτάδι και φωλιάζει σε τρύπες δέντρων ή σε ξεχασμένες φωλιές άλλων πουλιών. Τρώει έντομα, μερικές φορές μικρά ερπετά και θηλαστικά, και είναι τόσο χρήσιμος στους αγρότες που προστατεύει τις σοδειές τους.

Ο Λάμπρος έκανε τα μάτια του μεγάλα σαν πιάτα:
-Και από πού έρχεται; Φεύγει μακριά; 

Η γιαγιά αναστέναξε, σαν να ταξίδευε με τον Γκιώνη στο μυαλό της:
-Είναι αποδημητικός. Πετάει σε όλο τον Παλαιό Κόσμο, στην Ασία, την Αφρική, τη Νότια Ευρώπη… και στην Ελλάδα έρχεται κάθε άνοιξη και καλοκαίρι. Στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Κύπρο μένει μόνιμα. Τον χειμώνα, ταξιδεύει μακριά, στις θερμές χώρες της Αφρικής, για να βρει ζεστασιά.

Η Αγνή κούνησε το κεφάλι της γεμάτη απορία:
-Γιαγιά, και γιατί τραγουδάει έτσι; “Γκιων! Γκιων!”;

Η γιαγιά πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε πιο κοντά τους:
-Λένε, παιδάκια μου, πως παλιά ήταν δύο αδέρφια, ο Γκιώνης και ο Δήμος. Ο Δήμος, από κακή στιγμή ή ζήλεια, έκανε κακό στον αδερφό του. Η λύπη του ήταν τόσο μεγάλη που ο Θεός, λυπημένος, μεταμόρφωσε τον Γκιώνη σε πουλάκι της νύχτας. Από τότε, κάθε φορά που ακούτε το “Γκιων! Γκιων!”, θυμάται τον αγαπημένο του αδελφό και τα δάκρυά του πέφτουν απαλά σαν μουσική στα όνειρά μας.

Ο Λάμπρος αναστέναξε εντυπωσιασμένος:
-Και τα μάτια του; Είναι αληθινά τόσο φωτεινά;»

Η γιαγιά χαμογέλασε:
-Ναι, μικρέ μου. Τα μάτια του είναι κίτρινα και μοιάζουν σαν δυο μικρές φλόγες μέσα στο σκοτάδι. Όταν τον κοιτάζεις, νιώθεις σαν να σου λέει: “Μην φοβάσαι… εγώ είμαι εδώ και φροντίζω τον κόσμο της νύχτας”.

Η Αγνή ψιθύρισε:
-Και τι κάνει κάθε νύχτα;

     Η γιαγιά χαμογέλασε πλατιά και η φωνή της γέμισε μυστήριο:
-Κάθε νύχτα πετάει μέσα στα δάση και στους κήπους, φωλιάζει σε τρυπούλες δέντρων, τρώει έντομα και μικρά ζώα, και τραγουδάει για να θυμάται τον αδερφό του. Κάθε άνοιξη και καλοκαίρι ταξιδεύει από μακρινούς τόπους για να χαρίσει τη μαγεία του τραγουδιού του. Και όταν εσείς ακούτε το “τιου-τιου… πίκι-πίκι… γκιων-γκιων!”, νιώθετε τη νύχτα γεμάτη φως και όνειρα».

       Ο Λάμπρος και η Αγνή έκλεισαν τα μάτια τους για μια στιγμή, ονειρεύτηκαν ότι πετάνε μαζί με τον μικρό γενναίο φίλο, και η γιαγιά τους ψιθύρισε:
Και κάθε νύχτα, παιδάκια μου, τα παραμύθια της γιαγιάς δεν τελειώνουν ποτέ… γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος μαγεία, και όσο υπάρχουν όνειρα, θα υπάρχουν και παραμύθια.

       Κι έτσι, κάτω από το απαλό φως του φεγγαριού, ο Γκιώνης σφύριζε το μαγικό του τραγούδι, τα παιδιά ταξίδευαν σε μαγικούς κόσμους, και η νύχτα γέμιζε μαγεία… μέχρι το επόμενο παραμύθι.


Χρήστος Γιάννης
4.9.2025
________________________________________


3

Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία

Το παραμύθι της γιαγιάς 
Οι νεράιδες

      Τα παιδιά είχαν μόλις πλυθεί, τυλιχτεί στις ζεστές τους πιτζάμες και κουλουριάστηκαν δίπλα στη γιαγιά.    Εκείνη καθόταν στην πολυθρόνα της, με το φως του λυχναριού να τρεμοπαίζει πίσω της και να κάνει τις σκιές να μοιάζουν ζωντανές.



-Γιαγιά… το παραμύθι!  το παραμύθι! - φώναξε πρώτος ο Λάμπρος, με μάτια που έλαμπαν σαν δυο μικρά αστέρια.
-Ναι, γιαγιά, θέλουμε κι απόψε ένα παραμύθι πριν κοιμηθούμε… - πρόσθεσε η Αγνή, που κρατούσε ακόμα σφιχτά την κούκλα της.
    Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και είπε με φωνή γλυκιά σαν τραγούδι:
-Καλά, καλά… απόψε θα σας πω για τις όμορφες νεράιδες. Ξέρετε τι είναι οι νεράιδες; 
-Είναι σαν μικρά αστεράκια με φτερά;» ρώτησε με απορία ο Λάμπρος.
-Όχι ακριβώς…-χαμογέλασε η γιαγιά. -Οι νεράιδες είναι πλάσματα μαγικά, όμορφα σαν τις αυγινές δροσοσταλίδες, που ζουν στις πηγές, στα ποτάμια, στα λιβάδια και καμιά φορά βγαίνουν τις νύχτες να χορέψουν κάτω από το φως του φεγγαριού… 
Η Αγνή έσκυψε πιο κοντά: 
-Γιαγιά, κι αν τις δούμε; Θα μας μιλήσουν; 
         Η γιαγιά έγνεψε αργά: 
-Αν έχετε καθαρή καρδιά και δεν τις τρομάξετε, μπορεί και να σας χαμογελάσουν. Μα προσοχή… δεν είναι πάντα ακίνδυνες. Άλλες είναι καλές και φέρνουν τύχη, άλλες όμως μπορεί να σας ξεγελάσουν με τα τραγούδια τους. 
    Ο Λάμπρος έσφιξε το χέρι της αδελφής του: -Δηλαδή, μπορεί να μας πάρουν μαζί τους; 
Κι η γιαγιά χαμήλωσε τη φωνή της, σαν να μιλούσε μυστικά με τη νύχτα:
-Έτσι λένε οι παλιοί… πως αν κάποιος αφεθεί στη μαγεία τους, μπορεί να χαθεί στον κόσμο τους και να μην ξαναγυρίσει. Γι’ αυτό και τα τραγούδια τους, όσο γλυκά κι αν είναι, κρύβουν πάντα μια δοκιμασία. 
Η Αγνή ανατρίχιασε και ρώτησε ψιθυριστά: 
-Και γιατί τις λένε νεράιδες, γιαγιά;»
-Α, αυτό είναι παλιό, πολύ παλιό…-είπε εκείνη. -Η λέξη έρχεται από τις Νηρηίδες, τις πανέμορφες θαλασσινές κόρες του Νηρέα. Σιγά σιγά όμως, οι άνθρωποι άρχισαν να λένε νεράιδες όλα τα μαγικά πλάσματα που είχαν την ομορφιά και τη χάρη τους. 
     Ο Λάμπρος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι: -Δηλαδή, γιαγιά… οι νεράιδες είναι το ίδιο με τις ξωτικές; 
  Η γιαγιά χαμογέλασε ζεστά, μα ένευσε αρνητικά:
-Όχι, παιδί μου. Οι νεράιδες είναι πλάσματα της φύσης, όμορφες σαν τις αρχαίες νύμφες, ζουν στα ποτάμια, στις πηγές, στα λιβάδια και χορεύουν κάτω απ’ το φεγγάρι. Οι ξωτικές όμως είναι πιο σκανταλιάρικες, ζουν σε σπηλιές και δάση και συχνά αγαπούν τα πειράγματα. Μπορεί οι άνθρωποι να τα μπέρδευαν και να τα έλεγαν όλα μαζί, αλλά η αλήθεια είναι πως άλλο είναι η νεράιδα κι άλλο το ξωτικό. 
Η Αγνή έμεινε με το στόμα ανοιχτό: 
-Δηλαδή, γιαγιά, υπάρχουν και τα δύο; 
-Βεβαίως,- αποκρίθηκε η γιαγιά. -μα μόνο σε όσους έχουν αθώα καρδιά αποκαλύπτονται. Κι ίσως… σε παιδιά σαν κι εσάς. 
Τα εγγόνια ανατρίχιασαν από χαρά και αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους.
-Τότε, αύριο θέλουμε παραμύθι για τις ξωτικές!  φώναξαν με μια φωνή.
Η γιαγιά χαμογέλασε, μα τα μάτια της γυάλισαν λίγο παράξενα. Έσκυψε κοντά και ψιθύρισε:
-Αύριο, παιδιά μου… θα σας πω για τις ξωτικές, που άλλοι τις λεν αγγελούδια κι άλλοι… διαβολάκια μεταμορφωμένους. 
Τα παιδιά έμειναν άφωνα, μα ένα γλυκό ρίγος τρόμαξε την καρδιά τους. Ήξεραν πως το αυριανό παραμύθι θα ήταν ακόμα πιο μαγικό.

Χρήστος Γιάννης
4.9.2025
_______________________________________

4
Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία
__________________________


Τα παραμύθεια της γιαγιάς...

Η Σοφή Κουκουβάγια


Το βράδυ είχε πέσει ήσυχο πάνω από το χωριό, και ο ουρανός γέμισε αστέρια που άστραφταν σαν μικρά κεράκια στο σκοτάδι. Ο Λάμπρος και η Αγνή είχαν ήδη πλύνει τα πρόσωπά τους και φόρεσαν τις πιτζάμες τους, μα πριν προλάβει η γιαγιά να τους σκεπάσει, έτρεξαν κοντά της γελώντας.

-Γιαγιά, γιαγιά! Πες μας απόψε ένα παραμύθι πριν κοιμηθούμε! – φώναξαν με μια φωνή, και χώθηκαν στην αγκαλιά της.

Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και ψιθύρισε:

-Απόψε θα σας πω για ένα πουλί που το βλέπουμε συχνά τις νύχτες… την κουκουβάγια.

Τα μάτια των παιδιών άνοιξαν διάπλατα.

-Την κουκουβάγια που ακούγεται να λέει κουκουβάου; – ρώτησε ο Λάμπρος.
-Αυτή! – απάντησε η γιαγιά κι έσφιξε τα χέρια τους. – Στο χωριό μας όμως την λέγαμε κουκουματσιώ.

-Κουκουματσιώ; – γέλασε ο Λάμπρος. – Τι αστείο όνομα!
-Ναι, αγαπη μου. Την λέγαμε κουκουματσιώ, επειδή τα μάτια της ήταν μεγάλα και λαμπερά σαν της γάτας. Όταν τα μικρά παιδιά στο χωριό ξεκινούσαν να λένε τις πρώτες τους λέξεις, δεν μπορούσαν να πουν σωστά τη «γάτα» και έλεγαν «μάτσιω». Έτσι κι η κουκουβάγια έγινε κουκουματσιώ, με τα παιδικά σας λόγια.

Η γιαγιά χαμογέλασε και ψιθύρισε σαν τραγούδι:
«Κουκου… ματσιώ… κουκου… ματσιώ…»
Κι αμέσως τα παιδιά μιμήθηκαν τη φωνή της και γέλασαν.

-Γιαγιά, κι εγώ τη γάτα όταν άρχισα να μιλάω την έλεγα μάτσιω! – φώναξε η Αγνή.
-Ναι, αγαπη μου! Και εσύ, και ο Λάμπρος, και όλα τα παιδάκια στο χωριό μας. Κι επειδή η κουκουβάγια κάθε βράδυ τραγουδούσε πάνω στη κουφάλα της καρυδιάς, εσείς φωνάζατε μαζί της:
«Κουκουματσιώ… κουκουματσιώ…»

Κι άρχισε να διηγείται η γιαγιά:

-Μια φορά κι έναν καιρό, στο μεγάλο δέντρο της αυλής, ζούσε μια κουκουβάγια. Κάθε βράδυ, μόλις έπεφτε η σιωπή, άκουγες τη φωνή της:
«Κουκου… βάου… κουκου… βάου…»
Και τα παιδιά της απαντούσαν χαρούμενα:
«Κουκου… ματσιώ… κουκου… ματσιώ…»

Τα παιδιά έκαναν μια γκριμάτσα φόβου.
-Γιαγιά, θα μας πειράξει; – ρώτησε σιγά η Αγνή.

Η γιαγιά έσκυψε πιο κοντά και τους μίλησε με φωνή που θύμιζε τραγούδι:

-Όχι, παιδάκια μου. Η κουκουβάγια είναι σοφή. Βλέπει μέσα στη νύχτα όσα εμείς δεν βλέπουμε. Αν τη σεβαστείς, θα σου φέρει τύχη. Αν όμως την πειράξεις, μπορεί να χάσεις τη χαρά σου για λίγο.

Ο Λάμπρος ανασήκωσε τα φρύδια του.

-Και γιατί κοιτάζει με τέτοια μάτια; Λάμπουν σαν δυο φώτα!
-Γιατί ψάχνει… ψάχνει πάντα την αλήθεια. Η φύση της έδωσε μάτια δυνατά, για να βλέπει εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Έτσι κι εσείς, πρέπει να μάθετε να παρατηρείτε και να σκέφτεστε.

Η Αγνή έσφιξε τη γιαγιά από το μανίκι.

-Και γιατί φωνάζει έξω από το σπίτι μας;
-Όταν φωνάζει κοντά μας, σημαίνει πως θέλει να μας φέρει μήνυμα καλό: χαρά, τύχη, υγεία. Μα αν προσπαθήσουμε να την πιάσουμε ή να τη διώξουμε, τότε χάνεται η εύνοιά της.

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν, κι ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους.

-Δηλαδή, η κουκουβάγια είναι σαν δασκάλα; – ρώτησε ο Λάμπρος.
-Ναι, ακριβώς, – είπε η γιαγιά και τους χάιδεψε τα κεφάλια. – Η κουκουβάγια μας διδάσκει να σεβόμαστε τα πλάσματα της φύσης. Κι έτσι, κάθε παιδί που ακούει τη φωνή της, λέει μαζί της:
«Κουκου…μιάου… κουκου… ματσιώ…»

Η Αγνή αναστέναξε ευχαριστημένη.
-Μου αρέσει που η φύση μιλάει, γιαγιά.
-Κι εμένα! – είπε ο Λάμπρος. – Θα την ακούμε πάντα με προσοχή!

Η γιαγιά τους σκέπασε τρυφερά.

-Αυτό, παιδιά μου, είναι το πρώτο μάθημα της ζωής: να παρατηρείτε, να σέβεστε και να αγαπάτε κάθε ζωντανό πλάσμα. Έτσι η καρδιά σας θα είναι πάντα γεμάτη χαρά, κι οι φίλοι σας πολλοί – ακόμη και η κουκουβάγια, ή όπως εμείς την λέμε… κουκουματσιώ.

Κι έτσι, εκείνη η νύχτα κύλησε ήσυχα, με το φεγγάρι να φωτίζει το δωμάτιο και τις καρδιές των παιδιών να χτυπούν γεμάτες θαυμασμό για τα μυστικά της φύσης, τραγουδώντας μαζί με την κουκουβάγια:
«Κουκουμιάου… κουκου… ματσιώ…»

Χρήστος Γιάννης
4.9.2025

_________________________________

_________________________________

5
Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία
 
Το παραμύθι της γιαγιάς
Η Καρακάξα
         
Το πρωί είχε ξυπνήσει ήσυχο πάνω από το χωριό, και οι αυλές γεμάτες λουλούδια και φρεσκοψημένο ψωμί μύριζαν χαρά. Ο Λάμπρος και η Αγνή είχαν ήδη φάει το πρωινό τους και φορούσαν τα καθαρά τους ρούχα, μα πριν προλάβει η γιαγιά να τους πει να μαζέψουν τα παιχνίδια τους, έτρεξαν κοντά της γελώντας. Μόλις είδαν τη γιαγιά στην αυλή έτρεξα κοντα της.
 Γιαγιά, γιαγιά! Πες μας ένα παραμύθι με πουλιά!  φώναξαν με μια φωνή, και χώθηκαν στην αγκαλιά της.
Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και ψιθύρισε:
Θα σας πω για αυτό πουλί που το βλέπουμε συχνά στα χωριά μας… την καρακάξα. Αυτ΄που κάνει τωρα κρα-κρα εκει πάνω στη βελανιδιά. Την ακούτε;
-Ναι απαντησαν ομοφωνα ο Λάμπρος και η Αγνή.
-Αυτή την καρακάξα που λέει κρα… κρα… κρα εκεί πάνω; - ρώτησε ο Λάμπρος.
-Αυτή!-απάντησε η γιαγιά και σφίξε τα χέρια τους.
-Σε μεγάλο ψηλό δέντρο, μαζί με άλλα πουλάκια του θεού, ζει και η καρακάξα. Κάθε πρωί, μόλις  βλέπει τους πρώτους ήλιους να φωτίζουν τα σπίτια, της ακούμε τη φωνή της: κρα… κρα… κρα… 
-Γιαγιά, γιατί φωνάζει συνέχεια;- ρώτησε σιγά η Αγνή.
-Όχι για να σας τρομάξει, παιδάκια μου. Η καρακάξα είναι σοφή και παρατηρεί τα πάντα γύρω της. Όταν κραζει, σας λέει ότι προσέχει τον κόσμο. Σας προειδοποιεί για μικρές αλλαγές στη φύση ή για κάτι που πλησιάζει, καλό ή δύσκολο.»
-Και γιατί τα μάτια της λάμπουν τόσο; 
-Γιατί ψάχνει… ψάχνει πάντα για να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της. Έτσι κι εσείς πρέπει να μάθετε να παρατηρείτε και να σκέφτεστε πριν κάνετε κάτι.»
-Κι όταν φωνάζει κοντά μας, τι σημαίνει; 
-Δηλαδή, η καρακάξα είναι σαν δασκάλα;-ρώτησε ο Λάμπρος.
-Μου αρέσει που η φύση μας μιλάει, γιαγιά. 
-Κι εμένα!-είπε ο Λάμπρος. -Θα την ακούμε πάντα με προσοχή! 
-Αυτό, παιδιά μου, είναι το πρώτο μάθημα της ζωής: να παρατηρείτε, να σέβεστε και να αγαπάτε κάθε ζωντανό πλάσμα. Έτσι η καρδιά σας θα είναι πάντα γεμάτη χαρά, και οι φίλοι σας πολλοί, ακόμη και η καρακάξα. 
Τα μάτια των παιδιών άνοιξαν διάπλατα.
Κι άρχισε να διηγείται:
Τα παιδιά έκαναν μια μικρή γκριμάτσα απορίας.
Η γιαγιά έσκυψε κοντά τους και μίλησε με γλυκιά φωνή:
Ο Λάμπρος ανασήκωσε τα φρύδια του.
Η Αγνή έσφιξε το χέρι της γιαγιάς.
-Σημαίνει ότι θέλει να σας προειδοποιήσει ή να σας φέρει χαρά. Αν την προσέξετε και τη σεβαστείτε, θα μάθετε να καταλαβαίνετε τη φύση καλύτερα. Μα αν την πειράξετε ή προσπαθήσετε να την πιάσετε, τότε χάνεται η εύνοιά της. 
Τα παιδιά κοιτάχτηκαν, κι ένα μικρό χαμόγελο φάνηκε στα πρόσωπά τους.
-Ναι, ακριβώς,-είπε η γιαγιά και τους χάιδεψε τα κεφάλια. -Η καρακάξα μας διδάσκει να σεβόμαστε κάθε πλάσμα της φύσης. Μας μαθαίνει να παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας και να καταλαβαίνουμε ότι κάθε ήχος, κάθε θρόισμα, κάθε φως έχει κάτι να μας πει. 
Η Αγνή αναστέναξε ευχαριστημένη.
Η γιαγιά τους σκέπασε τρυφερά.
Κι έτσι, εκείνο το πρωινό κύλησε ήσυχα, με τον ήλιο να φωτίζει το χωριό και τις καρδιές των παιδιών να χτυπούν γεμάτες θαυμασμό για τα μυστικά της φύσης και τη σοφία της μικρής καρακάξας.


Χρήστος Γιάννης
4.9.2025
_______________________________________

6
Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία
ο παραμύθι της γιαγιάς
ο Κούκος

   Το πρωί είχε ξημερώσει ήσυχο και μυρωδάτο. Η δροσιά στα φύλλα έσταζε ακόμα και η χαρά της αυγής χόρευε πάνω στα σοκάκια του χωριού. 

     Η Αγνή και ο Λάμπρος ετοίμαζαν τα γίδια για τον τσομπανο του χωριού να τα πάει στη βοσκή. Τα ζώα κουδουνίζουν απαλά και η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου χορταριού γέμιζε κάθε γωνιά. 
      Η γιαγιά τους φορούσε το καπέλο της να μην την κάψει ο ήλιος, κρατούσε το μπαστούνι της και χαμογελούσε με εκείνη τη ζεστή σοφία που μόνο οι γιαγιάδες έχουν. Τα μικρά τους ακολουθούσαν ενθουσιασμένα, τρέχοντας ανάμεσα στα ζώα, γελώντας και κοιτώντας τα χρώματα της αυγής να ζωγραφίζουν τον ουρανό.
        Καθώς περπατούσαν στα στενά σοκάκια, τα γέλια τους αντηχούσαν σαν μικρές καμπάνες, ενώ τα γίδια προχωρούσαν μπροστά, ανοίγοντας τον δρόμο. Τα λουλούδια στα πεζούλια λικνίζονταν με τον άνεμο, σαν να χόρευαν για να καλωσορίσουν τα παιδιά. Ξαφνικά, ένας καθαρός, μελωδικός ήχος διέκοψε τη μουσική της μέρας: «κουκου… κουκου…»
    Ο Λάμπρος σήκωσε το δάχτυλο στον μικρό Αντρέα και ψιθύρισε:
    -Μου είπε η γιαγιά πως αν ακούσουμε τον κουκό το πρωί και είμαστε νυστικοί… λέει σε τσάκισε ο κουκός!  Και πρέπει να μετράμε πόσες φορές λαλήσει. Όσες φορές λαλήσει, τόσα χρόνια θα ζήσουμε!
      Ο Αντρέας κοίταξε γύρω του με μεγάλα μάτια γεμάτα απορία:
-Αλήθεια; Και πώς το ξέρεις;
Ο Λάμπρος γύρισε γρήγορα στη γιαγιά του:
-Γιαγιά! Τι εννοεί ο κουκός; Εσύ τα ξέρεις όλα!
Η γιαγιά γέλασε απαλά και σκύβοντας προς τα παιδιά και τα εγγονάκια της που την ακολουθούσαν, είπε:
-Ο κούκος είναι σοφό πουλί, παιδιά μου. Κάθε πρωί που τραγουδάει, μας λέει να ξυπνήσουμε, να προσέχουμε τη μέρα μας και να ακούμε ό,τι μας περιβάλλει. Μας μαθαίνει να μετράμε, να παρατηρούμε τη φύση και να μην βιαζόμαστε. Κάθε λαλητό του είναι σαν μικρό μαγικό μάθημα για τη ζωή.
-Ακριβώς, αγαπημένη μου, - απάντησε η γιαγιά. -Και αν προσέχετε προσεκτικά, θα δείτε μικρές μαγικές στιγμές κάθε μέρα: μια πεταλούδα που πετάει ξαφνικά, ένα λουλούδι που ανοίγει, ένα γέλιο φίλου που γεμίζει καρδιά. Όλα είναι δώρα της φύσης.
   Τα παιδιά άρχισαν να παρατηρούν γύρω τους. Ο μικρός Αντρέας είδε μια μέλισσα να χορεύει πάνω σε ένα λουλούδι και είπε με θαυμασμό:
    -Κοίτα! Είναι σαν να χορεύει μαζί με τον κουκό!
 Ο Λάμπρος τράβηξε από το σακίδιό του ένα μικρό σύκο:
-Εγώ τρώω μόλις συκοθώ το πρωί, για να μη με τσακίσει ο κουκός! - είπε με χαρά.
-Εγώ ακόμα δεν έφαγα;-φώναξε η Αγνή -σταματήστε να μετρήσω πόσα χρόνια θα ζήσω!
     Ο κουκός συνέχιζε να λαλαεί πάνω από τα δέντρα, και τα γίδια χοροπηδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. Τα λαλαητά του ήταν σαν μαγική μουσική που έκανε τα παιδιά να γελούν και να μετρούν μαζί με τον ήχο του.
  -Κοίτα, λαλάει πάνω από εκατό φορές! - φώναξε ο Λάμπρος. -Θα ζήσουμε πολλά χρόνια!
Η γιαγιά χαμογέλασε και είπε:
-Βλέπετε, παιδιά μου; Ο κουκός μας διδάσκει να ακούμε, να μετράμε, να παρατηρούμε και να αγαπάμε τη φύση. Κάθε ήχος, κάθε στιγμή ξυπνήματος έχει ένα μάθημα. Όταν ακούμε προσεκτικά, η ζωή γεμίζει μικρά θαύματα και γλυκές εκπλήξεις.
«Κουκου… κουκου…» νατος πάλι ο κούκος.
     Η γιαγιά γέλασε απαλά και σκύβοντας προς τα παιδιά είπε:
 -Ο κουκός, αγαπημένα μου, είναι ένα πουλί σοφό και μοναχικό. Ζει μόνος, δεν κάνει σμήνη, και γι’ αυτό ακούγεται σπάνια η φωνή του. Γι’ αυτό λέμε και «έμεινε μόνος σαν τον κουκό». Κάθε λαλαητό του είναι ένα μήνυμα της φύσης.
        Τα παιδιά την κοίταζαν με περιέργεια. Η γιαγιά συνέχισε:
-Ξέρετε, παιδιά, ο κουκός δεν φτιάχνει δική του φωλιά. Αφήνει τα αυγά του σε φωλιές άλλων πουλιών, και τα άλλα πουλιά τα μεγαλώνουν σαν δικά τους. Έτσι μας διδάσκει ότι κάθε πλάσμα έχει το δικό του δρόμο και τον τρόπο του για να φροντίσει τη ζωή του. Μας μαθαίνει υπομονή, προσοχή και σεβασμό για όλους γύρω μας.
     Η Αγνή κοίταξε γύρω της τα δέντρα και τα λουλούδια καιο  Λάμπρος τράβηξε από το σακίδιό του ένα μικρό σύκο:
-Εγώ τρώω μόλις συκοθώ το πρωί, για να μη με τσακίσει ο κουκός!
-Και εγώ  έφαγα.- φώναξε η Αγνή.   
        Ο κουκός συνέχιζε να λαλαεί πάνω από τα δέντρα, και τα γίδια χοροπηδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. Τα λαλήματα του ήταν σαν μαγική μουσική που έκανε τα παιδιά να γελούν και να μετρούν μαζί με τον ήχο του.
-Κοίτα, λαλάει πάνω από εκατό φορές! - φώναξε ο Λάμπρος. - Θα ζήσουμε πολλά χρόνια!
     Η γιαγιά χαμογέλασε και είπε:
-Βλέπετε, παιδιά μου; Ο κουκός μας διδάσκει να ακούμε, να μετράμε, να παρατηρούμε και να αγαπάμε τη φύση. Κάθε ήχος, κάθε στιγμή ξυπνήματος, έχει ένα μάθημα. Όταν ακούμε προσεκτικά, η ζωή γεμίζει μικρά θαύματα και γλυκές εκπλήξεις.
        Τα παιδιά γύρισαν σπίτι τους γεμάτα θαυμασμό και ενθουσιασμό, καταλαβαίνοντας πως ακόμα και τα πιο μικρά πλάσματα της φύσης μπορούν να μας διδάξουν μεγάλα μαθήματα: υπομονή, παρατήρηση, σεβασμό, συνεργασία και χαρά στη ζωή.
-Παιδιά, θέλετε να γίνουμε μικροί εξερευνητές της φύσης; Κοιτάξτε γύρω σας και προσέξτε:
  1. Ποιο πουλί ακούτε πρώτο το πρωί; Σημειώστε πώς φωνάζει.
  2. Βρείτε ένα έντομο ή ένα λουλούδι που κινείται με τον άνεμο. Τι χρώμα έχει; Πώς κινείται;
  3. Προσέξτε τις μικρές εκπλήξεις: ένα αυγό που μόλις άνοιξε, μια πεταλούδα, έναν βάτραχο. Τι σας διδάσκει;
     -Όλα αυτά, παιδιά μου, είναι τα δώρα της φύσης. Όταν τα παρατηρείτε, μαθαίνετε υπομονή, αγάπη για τα ζώα και σεβασμό για το περιβάλλον. 
     Και πάντα να θυμάστε: σαν τον κουκό, μερικές φορές χρειάζεται να μένουμε μόνοι και να σκεφτόμαστε προσεκτικά τι συμβαίνει γύρω μας.



Χρήστος Γιάννης
5.9.2025

______________________________

7
Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία

Η Μάχη των Λύκων και η Σοφία που Διδάσκει τη Συγχώρεση


       Λίγο πριν τα βλέφαρά τους βαραίνουν και η νύχτα σκορπίζει τη γλυκιά της σιωπή, ο Λάμπρος και η Αγνή, όπως κάθε βράδι  πριν πάνε για ύπνο,  κουλουριαζόντουσαν πλάι στη γιαγιά. 
    Τα ματάκια τους, λαμπερά σαν μικρά αστέρια, έκαιγαν από περιέργεια. Ψιθύρισαν με ανυπομονησία:
-Γιαγιά… ήρθε η ώρα για το παραμύθι μας!
-Ναι, γιαγιά, πες μας ένα ακόμα…

     Η γιαγιά χαμογέλασε, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και είπε με φωνή ζεστή σαν κουβερτούλα:
-Καλά, παιδιά μου… καθίστε καλά, γιατί απόψε θα σας πω για μια μάχη στο δάσος… μια μάχη που δεν ήταν απλά για δύναμη, αλλά για σοφία, αγάπη και καρδιά…και συγχώρεση...

-Δύο λύκοι, λοιπόν… ξεκίνησε η γιαγιά, -ήταν ο Άργος και ο Έριος. Κι ακούστε καλά ποιος ήταν ποιος:

   Ο Άργος ήταν δυνατός λύκος, περήφανος και αποφασισμένος. Ήθελε να γίνει αρχηγός της αγέλης με τη δύναμή του, να δείξει ποιος είναι ο πιο δυνατός. Κι όμως, κάτω από τη δύναμή του υπήρχε μια καρδιά που μπορούσε να μάθει τη σοφία και το σεβασμό.

    Ο Έριος ήταν γενναίος λύκος και σοφός. Ήξερε ότι η αληθινή ηγεσία δεν έρχεται μόνο από τη δύναμη, αλλά από την αγάπη, τη φροντίδα και την κατανόηση. Δεν φοβόταν να παραδεχτεί την ήττα όταν έβλεπε ότι δεν μπορεί να νικήσει με ωμή δύναμη.

        Τα μάτια των παιδιών λάμπανε, σχεδόν ένιωθαν το δάσος γύρω τους, τον άνεμο να ψιθυρίζει στα φύλλα.

Ο διάλογος των λύκων αντηχούσε σαν μαγεία στο δάσος:

-Αυτή η αγέλη θα μου ανήκει! - γρύλισε ο Άργος, το σώμα του γεμάτο περηφάνια.
-Όχι, Άργο, -απάντησε ο Έριος με ήρεμη φωνή. -Η αγέλη ανήκει σε εκείνον που ξέρει να τη φροντίζει… και να αγαπά όλα τα μέλη της.
-Θα το δούμε!  -είπε ο Άργος και όρμησε με όλη τη δύναμή του.

   Η μάχη άρχισε. Χτύπημα μετά χτύπημα, γρυλίσματα και ήχοι που μοιάζανε με κελάηδημα θυμού και καρδιάς.

-Δεν μπορώ να νικήσω με ωμή δύναμη…, σκέφτηκε ο Έριος, και μια ήρεμη θλίψη τον γέμισε. Σκύβει το κεφάλι του και παραδίδεται, αφήνοντας τον Άργο να δει την αλήθεια του.

Ο Λάμπρος ψιθύρισε:
-Γιαγιά… θα τον φάει;

Η γιαγιά χαμογέλασε πλατιά, σαν να ήξερε ένα μυστικό:
-Όχι, καρδιά μου. Ο Άργος ένιωσε κάτι που δεν περίμενε… κάτι πιο δυνατό από τη θέληση να κυριαρχήσει. Κοίταξε τον Έριο στα μάτια και είπε με βαθιά φωνή:

-Σταμάτα… βλέπω ότι έχεις παραδοθεί. Δεν χρειάζεται να σε πληγώσω άλλο.

Κι ο Έριος, ανακουφισμένος, ψιθύρισε:
-Σε ευχαριστώ… η σοφία σου είναι μεγαλύτερη από τη δύναμή σου.

     Η γιαγιά κάθισε πιο κοντά τους, χάιδεψε τα μαλλιά τους και τους είπε με γλυκιά φωνή:
-Βλέπετε, παιδιά μου, η αληθινή δύναμη δεν είναι να νικήσεις τον άλλο με δόντια ή νύχια. Είναι να ξέρεις πότε να σταματήσεις, να συγχωρήσεις, να αφήσεις την περηφάνια σου. Ο Άργος έμαθε ότι η ηγεσία δεν είναι να φοβίζεις τους άλλους, αλλά να τους σέβεσαι και να τους αγαπάς. Και ο Έριος έδειξε ότι η παραδοχή της ήττας δεν είναι δειλία… αλλά γενναιότητα.

Η Αγνή ψιθύρισε:
-Γιαγιά… δηλαδή η πιο δυνατή πράξη είναι να ξέρεις να αγαπάς και να συγχωρείς;

-Ακριβώς, αγάπη  μου, -είπε η γιαγιά. -και να φροντίζεις τους άλλους ακόμα και όταν μοιάζουν εχθροί.

    Κι έτσι, κάτω από το απαλό φως του φεγγαριού, οι δύο λύκοι έμειναν μαζί, η αγέλη τους ευτυχισμένη, και η νύχτα γέμισε μαγεία, σοφία και γλυκύτητα.

      Ο Λάμπρος και η Αγνή έκλεισαν τα μάτια τους και ονειρεύτηκαν τα δύο ζώα να περπατούν μαζί στο δάσος, και η γιαγιά ψιθύρισε με χαμόγελο:
-Και κάθε νύχτα, παιδάκια μου, τα παραμύθια δεν τελειώνουν ποτέ… γιατί όσο υπάρχουν καρδιές που αγαπούν και συγχωρούν, θα υπάρχουν και ιστορίες που μας μαθαίνουν την αληθινή δύναμη.

       Κι έτσι, κάτω από το φεγγάρι, το δάσος σιώπησε γλυκά, οι λύκοι κοιμήθηκαν ειρηνικά, και η νύχτα παρέμενε μαγική… μέχρι το επόμενο παραμύθι.


Χρήστος Γιάννης
6.9.2025
___________________________________

 8 
Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία
 
Τα παραμύθεια της γιαγιάς...

Η Αλεπού και ο Κόκορας


     


Το τζάκι έκαιγε ζωηρά και έξω το χιόνι σκέπαζε τη γη με λευκό πέπλο. Η Αγνή και ο Λάμπρος είχαν κουλουριαστεί δίπλα στη γιαγιά, με τα μάτια τους να λάμπουν γεμάτα προσμονή.

-Γιαγιά… θα μας πεις άλλο ένα; ρώτησε η Αγνή, σφίγγοντας το χέρι της.
- Ναι, γιαγιά, ένα που να έχει και ζώα! πρόσθεσε ο Λάμπρος.

Η γιαγιά χαμογέλασε τρυφερά και άρχισε με γλυκιά φωνή:

- Λοιπόν, ακούστε… Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια άκρη του δάσους ζούσε ένας περήφανος κόκορας. Ξυπνούσε κάθε πρωί με το πρώτο φως και με τη δυνατή φωνή του καλωσόριζε τον ήλιο. Ήταν καλόκαρδος, τίμιος και όλοι τον αγαπούσαν. Όμως, εκεί κοντά παραμόνευε κι η πονηρή αλεπού, με μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι σαν δυο αναμμένα κάρβουνα.

Η Αγνή σήκωσε τα μάτια γεμάτα απορία:
- Γιαγιά, γιατί είναι πονηρή η αλεπού;
-Γιατί, καρδιά μου, ξέρει να λέει όμορφα λόγια και να στήνει παγίδες. Όμως δεν το κάνει πάντα από κακία· μερικές φορές το κάνει γιατί έτσι έμαθε να ζει…

Και συνέχισε:

-Ένα πρωί, η αλεπού πλησίασε τον κόκορα και του είπε με γλυκιά φωνή:
 -Κόκορα καλέ, έμαθες τα νέα; Όλα τα ζώα του δάσους συμφιλιώθηκαν! Δεν υπάρχουν πια εχθροί. Από σήμερα θα ζούμε όλοι αγαπημένοι. Έλα, κατέβα από το κλαδί σου να σε αγκαλιάσω, να δείξουμε πρώτοι το καλό παράδειγμα».

Ο Λάμπρος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του:
- Και κατέβηκε, γιαγιά;
-Περίμενε να δεις… Ο κόκορας, που ήταν έξυπνος, γύρισε και της είπε:
-Πολύ χαίρομαι, κυρά-Αλεπού! Και μάλιστα βλέπω κιόλας δυο μεγάλα σκυλιά να τρέχουν εδώ κοντά, για να φέρουν το χαρμόσυνο μήνυμα!

Η αλεπού μόλις τ’ άκουσε, ταράχτηκε. Σήκωσε την ουρά της και κρύφτηκε στο δάσος, γιατί φοβόταν τα σκυλιά περισσότερο κι από τη φωτιά.

Η Αγνή γέλασε χαρούμενα:
-Χα! Την ξεγέλασε ο κόκορας!
-Ναι, κοριτσάκι μου. Γιατί ο κόκορας δεν άφησε την καρδιά του να τον παρασύρει, αλλά χρησιμοποίησε το μυαλό του.

Η γιαγιά έγειρε πιο κοντά στα παιδιά και χαμήλωσε τη φωνή της:
-Να θυμάστε, μικρά μου… Στη ζωή θα συναντήσετε ανθρώπους που θα σας μιλούν με γλυκά λόγια, αλλά θα έχουν μέσα τους σκοπούς που δεν είναι καθαροί. Μην αφήνετε ποτέ μόνο την καρδιά σας να αποφασίζει. Να σκέφτεστε, να ρωτάτε, να προσέχετε. Έτσι, όπως έκανε ο κόκορας.

Ο Λάμπρος την κοίταξε σοβαρά:
-Δηλαδή, γιαγιά, η δύναμη είναι στο μυαλό και όχι στα νύχια σαν της αλεπούς;
-Ακριβώς, αγόρι μου. Η πιο μεγάλη δύναμη είναι η εξυπνάδα και η σύνεση.

Η φωτιά έτριζε, το χιόνι έξω έπεφτε σιωπηλά, και η γιαγιά τελείωσε το παραμύθι της:
-Κι έτσι ο κόκορας έζησε πολλά, πολλά χρόνια, ξυπνώντας κάθε μέρα το χωριό με το τραγούδι του, ενώ η αλεπού έμαθε πως δεν φτάνει να είσαι πονηρή, πρέπει να μάθεις να σέβεσαι.

Η Αγνή και ο Λάμπρος έκλεισαν τα ματάκια τους γεμάτα όνειρα, κι η γιαγιά ψιθύρισε:
-Και να θυμάστε… τα παραμύθια μπορεί να τελειώνουν, μα η σοφία τους μένει πάντα μέσα μας.


Χρήστος Γιάννης
6.9.2025
_____________________________________________________________________

 9
Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία

Εσύ που ξέρεις τα πολλά και ο νους σου κατεβάζει, ένα καντάρι σίδερο πόσα βελόνια βγάζει;-Όσες κλωστές και βελονιές έχει το υφάντι,  ένα καντάρι σίδερο τόσα βελόνια βγάζει

 Ήταν βράδυ, κι ο ουρανός έξω από το παράθυρο είχε φορέσει το πιο όμορφο φόρεμά του  γεμάτο άστρα και ένα λαμπερό φεγγάρι που φώτιζε τις χιονισμένες βουνοκορφές. Μέσα στο σπίτι, το τζάκι έστελνε τις φλόγες του να χορεύουν, ζεσταίνοντας το δωμάτιο και τις καρδιές.

     Ο Λάμπρος κι η Αγνή, τα δυο εγγονάκια, κουκουλωμένα με τις κουβερτούλες τους, πλησίασαν στη γιαγιά. Ήταν η αγαπημένη τους στιγμή  πριν τον ύπνο, η γιαγιά να τους λέει το παραμύθι της.

Η γιαγιά χαμογέλασε γλυκά και τους είπε:
-Ξέρω, ξέρω… δεν γίνεται να κοιμηθείτε χωρίς παραμύθι. Κι εγώ πώς να σας χαλάσω ποτέ χατίρι; Απόψε, όμως, θα σας πω κάτι διαφορετικό, ένα παραμύθι που είναι και αίνιγμα. Κι αν το ακούσετε με προσοχή, θα σας μάθει κάτι πολύ σπουδαίο για τη ζωή.

Τα μάτια των παιδιών άνοιξαν διάπλατα.

-Πες το μας, γιαγιά! -φώναξαν μαζί.

Και η γιαγιά άρχισε:

-Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα χωριό, ήταν δύο άντρες που το έπιαζαν και οι δύο σοφοί. Ο ένας κρατούσε ένα μεγάλο καντάρι σίδερο. Το σήκωσε και με περηφάνια ρώτησε τον άλλον:
-Εσύ που ξέρεις τα πολλά και ο νους σου κατεβάζει, ένα καντάρι σίδερο πόσα βελόνια βγάζει;

       Ο άλλος, που κρατούσε στα χέρια του ένα ύφασμα, χαμογέλασε σοφά και απάντησε:
-Όσες κλωστές και βελονιές έχει το υφάντι,  
ένα καντάρι σίδερο τόσα βελόνια βγάζει

Η Αγνή αναστέναξε:
-Μα γιαγιά, γίνεται να ξέρουμε στ’ αλήθεια πόσες βελόνες θα βγουν από το σίδερο;

Η γιαγιά γέλασε απαλά:
-Όχι, αγγελούδι μου, δεν μπορούμε να το μετρήσουμε. Κι εδώ είναι η μαγεία του αινίγματος! Δεν έχει σημασία να βρεις τον ακριβή αριθμό, σημασία έχει να βρεις μια έξυπνη, σωστή απάντηση. Να δείξεις ότι σκέφτεσαι με σοφία. 

Ο Λάμπρος έγειρε μπροστά:
-Δηλαδή… η απάντηση είναι στο ύφασμα;

-Μπράβο, αγάπη μου! Η εξυπνάδα είναι να στρέψεις το μυαλό σου εκεί που μπορείς να δώσεις απάντηση. Αν δεν μπορείς να μετρήσεις το σίδερο, κοίτα το υφάντι που έχεις μπροστά σου και πες: όσες βελονιές είναι εδώ, τόσες και στο σίδερο. Έτσι δείχνεις πως ξέρεις να απαντάς, όχι με βιασύνη, αλλά με σκέψη.

Τα παιδιά χαμογέλασαν με θαυμασμό.
-Άρα, γιαγιά, το αίνιγμα μας διδάσκει να σκεφτόμαστε έξυπνα!  -είπε η Αγνή.
-Ναι, καρδούλα μου. Και μας θυμίζει και κάτι ακόμα: πως η γνώση δεν τελειώνει ποτέ. Όσο κι αν ξέρουμε, πάντα υπάρχει κάτι ακόμα να μάθουμε. Όπως το ύφασμα έχει πολλές κλωστές και βελονιές, έτσι κι η ζωή έχει άπειρα μαθήματα. Και το μυαλό που σκέφτεται σοφά βρίσκει τρόπους να τα μαθαίνει.

Η φωνή της γιαγιάς έγινε πιο τρυφερή:
-Να θυμάστε, Λάμπρο και Αγνή, πως η αληθινή εξυπνάδα δεν είναι να ξέρεις όλα τα πράγματα. Είναι να ξέρεις πώς να βρίσκεις απαντήσεις, να χρησιμοποιείς τον νου σου και να μην τα παρατάς ποτέ στη δυσκολία.

Τα παιδιά, κουρασμένα μα ευτυχισμένα, ακούμπησαν τα κεφαλάκια τους στο μαξιλάρι. Έξω το φεγγάρι συνέχισε να φωτίζει τη νύχτα, ενώ μέσα η γιαγιά ψιθύρισε γλυκά:
-Καληνύχτα, καμάρια μου… Να θυμάστε: η σοφία είναι το πιο όμορφο παραμύθι που μπορούμε να υφάνουμε στη ζωή μας.

   Κι έτσι, με τη φωνή της γιαγιάς να τους σκεπάζει σαν κουβέρτα, τα παιδιά αποκοιμήθηκαν γαλήνια, ονειρευόμενα τον μαγικό κόσμο της γνώσης.


Χρήστος Γιάννης
7.9.2025
__________________________________

    10

    Από τη νέα συλλογή του Χρήστου Γιάννη

    ______________________

     Τα παραμύθια της γιαγιάς που μετέτρεπαν τις νύχτες σε μαγεία
    ___________
     
     Το παραμύθι της γιαγιάς 
    Ο Κακός Δράκος και το Μάθημα της Τιμωρίας



         Το βράδυ, η φωτιά στο τζάκι έτριζε γλυκά και ο Λάμπρος με την Αγνή είχαν κουρνιάσει στην αγκαλιά της γιαγιάς τους.

    -Γιαγιά, απόψε θέλουμε παραμύθι με δράκο! - φώναξαν μαζί.

    Η γιαγιά χαμογέλασε και τους σκέπασε καλύτερα.
    - Θα σας πω, λοιπόν, για τον κακό δράκο που έκανε κακό στο δάσος και τιμωρήθηκε, για να μάθετε ότι το κακό δεν μένει ποτέ ατιμώρητο.

    Τα παιδιά άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους.

    -Ήταν ένας δράκος μεγάλος και μαύρος, με μάτια που έλαμπαν σαν κάρβουνα. Δεν αγαπούσε κανέναν και δεν σεβόταν τίποτα. Έκαιγε τα δέντρα με την ανάσα του, τρόμαζε τα ζώα, χάλαγε τις φωλιές των πουλιών. Όπου περνούσε, άφηνε πίσω του μόνο φόβο και καταστροφή.

    -Μα γιατί, γιαγιά; -ρώτησε η Αγνή. - Γιατί να είναι τόσο κακός;

    -Γιατί, παιδί μου, ήταν δράκος. Έτσι τον έφτιαξε η φύση: πλάσμα που μόνο κακό ήξερε να κάνει.

    Ο Λάμπρος αναστέναξε.
    -Και τι έκαναν τα ζώα;

    -Μαζεύτηκαν όλα μαζί: ελάφια, πουλιά, λαγοί, ακόμα κι οι άνθρωποι από το χωριό. Είπαν:- Αν δεν τον σταματήσουμε, το δάσος μας θα χαθεί. Έφτιαξαν λοιπόν ένα μεγάλο, σιδερένιο κλουβί. Κι όταν ο δράκος βγήκε ξανά να καταστρέψει, με θάρρος και συνεργασία τον παγίδευσαν και τον έκλεισαν μέσα.

    Η Αγνή έβαλε το χέρι μπροστά στο στόμα της.
    - Τον πιάσανε στ’ αλήθεια;

    -Ναι. Και δεν έμειναν μόνο εκεί. Μαζί τον ανέβασαν στην κορφή μιας μεγάλης ράχης. Εκεί άνοιξαν μια τρύπα στο κλουβί, για να μπορεί να βλέπει από μέσα τον κόσμο που είχε βλάψει. Και κάθε φορά που πλησίαζαν τα ζώα και οι άνθρωποι, του έλεγαν δυνατά:
    -Δράκε κακέ, εδώ θα μείνεις! Δεν σε θέλουμε ανάμεσά μας, γιατί έκανες κακό! Αυτή είναι η τιμωρία σου! 

    Ο Λάμπρος κούνησε το κεφάλι του.
    - Δηλαδή, γιαγιά, δεν ξανάγινε ποτέ καλός;

    - Όχι, παιδί μου. Γιατί ο δράκος ήταν κακός από τη φύση του. Έτσι έμεινε μόνος του στο κλουβί, στην κορφή της ράχης, να βλέπει μακριά το δάσος που δεν μπορούσε πια να χαλάσει. Και όλοι θυμόντουσαν πως, αν κάνεις κακό, σε περιμένει τιμωρία και μοναξιά.

    Η Αγνή αναστέναξε.
    - Δηλαδή, αν κάνουμε κακά πράγματα, θα μας τιμωρήσουν κι εμάς;

    Η γιαγιά την κοίταξε τρυφερά.
    - Ναι, κοριτσάκι μου. Όποιος κάνει κακό, αργά ή γρήγορα πληρώνει τις πράξεις του. Μα όποιος κάνει καλό, ζει χαρούμενος και έχει φίλους δίπλα του.

    Ο Λάμπρος σήκωσε το χέρι του σαν να υποσχόταν.
    - Εγώ θέλω να είμαι πάντα καλός!

    - Κι εγώ! - είπε η Αγνή.

    Η γιαγιά τους φίλησε στο μέτωπο.
    - Αυτό είναι το μάθημα του παραμυθιού: να σέβεστε, να αγαπάτε και να μοιράζεστε τη χαρά. Γιατί ο κακός, όπως ο δράκος, μένει μόνος και τιμωρημένος, ενώ ο καλός έχει πάντα χαμόγελα γύρω του.

           Κι έτσι, η νύχτα κύλησε ήσυχα, με τα παιδιά να ονειρεύονται δάση γεμάτα φως και χαρά, όπου κανένας δράκος δεν μπορούσε να τα βλάψει.


    Χρήστος Γιάννης
    7.9.2025

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Του Χρήστου Γιάννη. ✨ Παραμύθια της Ζωής ✨ Παραμυθένια ταξίδια από τη ζωή, όπου η φαντασία χορεύει με τα όνειρα - Ο Γάιδαρος, το Μουλάρι και η Μαγεία της Ισοπαλίας

    Του Χρήστου Γιάννη   ______________________   ✨ Παραμύθια της Ζωής ✨ Παραμυθένια ταξίδια από τη ζωή, όπου η φαντασία χορεύει με τα όνειρα Απ...