Τα παραμύθεια της γιαγιάς...
Ο Γκιώνης
-Γιαγιά… ήρθε η ώρα για το παραμύθι μας!
-Ναι, γιαγιά, πες μας ένα ακόμα...
Η γιαγιά χαμογέλασε γλυκά, χάιδεψε τα κεφαλάκια τους και είπε με απαλή φωνή:
-Καλά, παιδιά μου… καθίστε καλά, και ακούστε προσεκτικά, γιατί απόψε θα σας μάθω κάτι μαγικό και σοφό - και άπλωσε τα χέρια και η φωνή της χαμήλωσε σε έναν μυστηριώδη, μαγικό τόνο:
-Σήμερα θα σας πω για έναν μικρο αλλά γενναίο φίλο της νύχτας… τον Γκιώνη, τον λαμπρό και αγνό.
Τα παιδιά γύρισαν το κεφάλι τους και την κοίταξαν γεμάτα απορία.
-Γιαγιά - είπε ο Λάμπρος, -γιατί τον λένε Γκιώνη; Είναι πραγματικό όνομα;
Η γιαγιά γέλασε απαλά:
-Καρδούλα μου, η λέξη “Γκιώνης” μοιάζει με τη φωνή του πουλιού, και αυτό τον κάνει μοναδικό. Αναφέρεται στα μικρά χαρακτηριστικά που μοιάζουν με αφτιά στο κεφάλι του, και πως έχει επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα.
-Κι… κι αυτός πετάει τη νύχτα;
Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι της σοφά:
-Ναι, αγαπούλα μου. Ο Γκιώνης είναι νυχτόβιος και θερμόφιλος. Του αρέσει το σκοτάδι και φωλιάζει σε τρύπες δέντρων ή σε ξεχασμένες φωλιές άλλων πουλιών. Τρώει έντομα, μερικές φορές μικρά ερπετά και θηλαστικά, και είναι τόσο χρήσιμος στους αγρότες που προστατεύει τις σοδειές τους.
Ο Λάμπρος έκανε τα μάτια του μεγάλα σαν πιάτα:
-Και από πού έρχεται; Φεύγει μακριά;
Η γιαγιά αναστέναξε, σαν να ταξίδευε με τον Γκιώνη στο μυαλό της:
-Είναι αποδημητικός. Πετάει σε όλο τον Παλαιό Κόσμο, στην Ασία, την Αφρική, τη Νότια Ευρώπη… και στην Ελλάδα έρχεται κάθε άνοιξη και καλοκαίρι. Στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Κύπρο μένει μόνιμα. Τον χειμώνα, ταξιδεύει μακριά, στις θερμές χώρες της Αφρικής, για να βρει ζεστασιά.
Η Αγνή κούνησε το κεφάλι της γεμάτη απορία:
-Γιαγιά, και γιατί τραγουδάει έτσι; “Γκιων! Γκιων!”;
Η γιαγιά πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε πιο κοντά τους:
-Λένε, παιδάκια μου, πως παλιά ήταν δύο αδέρφια, ο Γκιώνης και ο Δήμος. Ο Δήμος, από κακή στιγμή ή ζήλεια, έκανε κακό στον αδερφό του. Η λύπη του ήταν τόσο μεγάλη που ο Θεός, λυπημένος, μεταμόρφωσε τον Γκιώνη σε πουλάκι της νύχτας. Από τότε, κάθε φορά που ακούτε το “Γκιων! Γκιων!”, θυμάται τον αγαπημένο του αδελφό και τα δάκρυά του πέφτουν απαλά σαν μουσική στα όνειρά μας.
Ο Λάμπρος αναστέναξε εντυπωσιασμένος:
-Και τα μάτια του; Είναι αληθινά τόσο φωτεινά;»
Η γιαγιά χαμογέλασε:
-Ναι, αγάπη μου. Τα μάτια του είναι κίτρινα και μοιάζουν σαν δυο μικρές φλόγες μέσα στο σκοτάδι. Όταν τον κοιτάζεις, νιώθεις σαν να σου λέει: “Μην φοβάσαι… εγώ είμαι εδώ και φροντίζω τον κόσμο της νύχτας”.
Η Αγνή ψιθύρισε:
-Και τι κάνει κάθε νύχτα;
Η γιαγιά χαμογέλασε πλατιά και η φωνή της γέμισε μυστήριο:
-Κάθε νύχτα πετάει μέσα στα δάση και στους κήπους, φωλιάζει σε τρυπούλες δέντρων, τρώει έντομα και μικρά ζώα, και τραγουδάει για να θυμάται τον αδερφό του. Κάθε άνοιξη και καλοκαίρι ταξιδεύει από μακρινούς τόπους για να χαρίσει τη μαγεία του τραγουδιού του. Και όταν εσείς ακούτε το “… γκιων-γκιων!”, νιώθετε τη νύχτα γεμάτη φως και όνειρα». -και μαζί με την γιαγιά αρχισαν να λένε το τραγούδι του Γκιών.
πρόβατα βοσκούσαν σ' άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυο αρνάδες χάνει
Ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τ’ αδελφού το λέει.
Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα
άδικα χολιάζει, σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.
Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθη και πουλί τον κάνει.
Και γι' αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει...
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!
Κι έτσι, κάτω από το απαλό φως του φεγγαριού, ο Γκιώνης σφύριζε το μαγικό του τραγούδι, τα παιδιά ταξίδευαν σε μαγικούς κόσμους, και η νύχτα γέμιζε μαγεία… μέχρι το επόμενο παραμύθι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου